Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐρευνάω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐρευνάω, μέλ. -ήσω, I. αναζητώ ή ερευνώ για, ψάχνω, επιζητώ, εξετάζω, σε Όμηρ., σε Αττ.· ὧν χρείαν ἐρευνᾷ, τα πράγματα των οποίων αυτός αναζητά την χρησιμότητά τους, δηλ. τα μέσα που βρίσκει πρόσφορα, σε Σοφ. 2. ψάχνω, ερευνώ ένα μέρος, σε Ηρόδ., Θεόκρ. 3. ρωτώ για κάτι, εξετάζω κάποιον, σε Ευρ., Πλάτ. 4. με απαρ., ζητώ να κάνω κάτι, σε Θεόκρ.