LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄρχων"
- ἄρχων, -οντος, ὁ (μτχ. του ἄρχω)· 1. κυβερνήτης, διοικητής, αρχηγός, ηγέτης, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ. 2. Ἄρχοντες, οἱ, οι κατεξοχήν άρχοντες της Αθήνας, εννέα στον αριθμό, ο πρώτος καλείτο ὁ Ἄρχων ή Ἄρχων ἐπώνυμος, ο δεύτερος ὁ Βασιλεύς, ο τρίτος ὁ Πολέμαρχος, οι υπόλοιποι έξι οἱ Θεσμοθέται. 3. τίτλος για ανώτατους άρχοντες σε άλλες πόλεις, όπως οι Έφοροι στη Σπάρτη, σε Ηρόδ.