LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἄμφω"
- ἄμφω, τώ, τά, τώ, δυικ. επίσης οἱ, αἱ, τά, γεν. και δοτ. ἀμφοῖν· (ἀμφί)· Λατ. ambo, μαζί, σε Όμηρ. κ.λπ.