Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀφανίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀφᾰνίζω, μέλ. Αττ. -ῐῶ, παρακ. ἠφάνικα· (ἀφανήςI. 1. κάνω κάτι αφανές, κρύβω από τη θέα, σε Ξεν., Θουκ. κ.λπ. 2. απομακρύνω, εξαλείφω, ἄχος, σε Σοφ.· ἀφανίζω τινὰ πόλεος, απομακρύνω από την πόλη, σε Ευρ.· ἀφανίζω αὑτὸν εἰς τὸν νεών, εξαφανίζομαι μέσα στο ναό, σε Αριστοφ.· λέγεται για πολιτικούς καταδίκους, απομακρύνω από τη θέα, εξαφανίζω, σε Ηρόδ., Ξεν.Παθ., είμαι κρυμμένος ή εξαλείφομαι, σε Θουκ. 3. καταστρέφω ολοσχερώς, ισοπεδώνω μέχρι εδάφους, στον ίδ., Δημ.· εξαφανίζω τα ίχνη αίματος, σε Ξεν. 4. σβήνω, αμαυρώνω την καλή υπόληψη κάποιου, σε Θουκ., Πλάτ.· αλλά με θετική σημασία, ἀφανίζω ἀγαθῷ κακὸν, εξαλείφω το κακό με το καλό, σε Θουκ.· δύσκλειον, στον ίδ. 5. παραμορφώνω, ἀφανίζω τὰ πρόσωπα, για την προσποιητή λύπη, σε Κ.Δ. 6. εξαφανίζω περιουσία, σε Αισχίν., Δημ. II. Παθ., γίνομαι αόρατος, εξαφανίζομαι, σε Ηρόδ., Σοφ.· λέγεται για πρόσωπα που βυθίστηκαν σε θύελλα άμμου, σε Ηρόδ. ή χάθηκαν στη θάλασσα, σε Θουκ., Ξεν.