LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ἀτίμητος"
- ἀ-τίμητος, -ον (τῐμάω)· I. ατίμητος, περιφρονημένος, σε Ομήρ. Ιλ. II. (τῑμή II), αυτός που δεν τιμάται ή δεν υπολογίζεται, δίκη ἀτίμητος, δίκη κατά την οποία η απόφαση δεν προσδιορίζεται στο δικαστήριο, αλλά έχει οριστεί από το νόμο, σε Δημ.