Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀρχή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀρχή, (ἄρχωI. 1. αρχή, ξεκίνημα, έναρξη, πρώτη αιτία, σε Όμηρ. κ.λπ.· με πρόθ., ἐξ ἀρχῆς - ἀρχῆθεν, από την αρχή, από παλιά, ανέκαθεν, σε Ηρόδ.· ἐξἀρχῆς πάλιν, εκ νέου, και πάλι, σε Αριστοφ.· ομοίως, ἀπ' ἀρχῆς, σε Ηρόδ., Τραγ.· κατ' ἀρχάς, στην αρχή, αρχικώς, σε Ηρόδ.· απόλ., σε αιτ., ἀρχήν, εν πρώτοις, πρώτιστα, στον ίδ.· ἀρχὴν οὐ, αναμφισβήτητα όχι, καθόλου, Λατ. omnino non, στον ίδ., Αττ.· με αριθμητικά, ἀρχὴν ἕπτα, συνολικά, σε Ηρόδ. 2. τέλος, άκρη επιδέσμου, σχοινιού, σεντονιού, στον ίδ., Ευρ., Κ.Δ. II. 1. πρώτη εξουσία ή δύναμη, ανώτατη αρχή, κυριαρχία, διοίκηση, σε Ηρόδ., Αττ.· με γεν. πράγμ., ἀρχὴ τῶν νεῶν τῆς θαλάσσης, σε Θουκ. κ.λπ. 2. ανώτατη αρχή, υπέρτατη εξουσία, βασίλειο, σε Ηρόδ., Θουκ. 3. στον πεζό λόγο, εξουσία, αρχή, αξίωμα, σε Ηρόδ., Αττ.· επίσης, διάρκεια ενός αξιώματος, τὴν ἐνιαυσίαν ἀρχήν, σε Θουκ.· αυτά τα αξιώματα αποκτώνται με δύο τρόπους, χειροτονητή, με εκλογή, μέσω ανάτασης χειρών, κληρωτή, μέσω κλήρου, σε Αισχίν. 4. σε πληθ., αἱ ἀρχαί, άρχοντες, «οι αρχές», δηλ. η κυβέρνηση, σε Θουκ. κ.λπ.