Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀγορά"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀγορά[ᾰγ], -ᾶς, Ιων. ἀγορή, -ῆς, (ἀγείρωI. συνάθροιση, συνέλευση του λαού, αντίθ. προς το συμβούλιο, τη βουλή των αρχόντων (βουλή), σε Όμηρ.· καθίζειν ἀγορήν, συγκαλώ συνέλευση, αντίθ. προς το λύειν ἀγορήν, τη διαλύω· ἀγορήνδε καλέειν, κηρύσσειν, σε Όμηρ.· παρομοίως και ἀγορὰν συνάγειν, συλλέγειν, σε Ξεν. II. ο τόπος της συνέλευσης, σε Όμηρ.· δεν χρησίμευε μόνο για συζητήσεις, δίκες και άλλες τέτοιου είδους δημόσιες υποθέσεις, αλλά επίσης και ως τόπος αγοραπωλησιών, στους Αττ., (όπως το ρωμαϊκό forum), αλλά το να συχνάζει κάποιος στην αγορά θεωρούνταν αναξιοπρεπές, πρβλ. ἀγοραῖος. III. εργασία στην ἀγορά, δημόσια αγόρευση, ευγλωττία, χάρισμα του λόγου, κυρίως στον πληθ., σε Όμηρ. IV. αντικείμενα, προϊόντα που πωλούνται στην ἀγορά, ψώνια, παζάρι, Λατ. annona· ἀγορὰν παρασκευάζειν, έχω αγορά, διατηρώ κατάστημα στην αγορά, σε Θουκ. V χρησιμοποιείται για δήλωση του χρόνου, ἀγορὰ πλήθουσα ή ἀγορᾶς πληθώρη, το χρονικό διάστημα προ μεσημβρίας, χρόνος κατά τον οποίο η αγορά ήταν γεμάτη (μεταξύ της δεκάτης και δωδεκάτης προ μεσημβρίας), σε Ηρόδ.· αντίθ. προς το ἀγορῆς διάλυσις, ο χρόνος αμέσως μετά το μεσημέρι, οπότε οι αγοραστές επέστρεφαν στο σπίτι από την αγορά, στον ίδ.