Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φρίσσω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φρίσσω, Αττ. φρίττω (√ΦΡΙ-Κ), μέλ. φρίξω, αόρ. αʹ ἔφριξα, παρακ. πέφρῑκα· με ποιητ. μτχ. πεφρίκοντες, σε Πίνδ. I. 1. γίνομαι ανώμαλος ή κυματοειδής στην επιφάνεια, ορθώνομαι, Λατ. horrere, λέγεται για χωράφι με στάχυα, σε Ομηρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τη γραμμή στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα μαλλιά ή τη χαίτη, ορθώνομαι, αναταράσσομαι, σε Ησίοδ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., φρίσσειν λοφιήν, ανασηκώνει τη χαίτη των μαλλιών του, σε Ομήρ. Οδ.· φρίσσω νῶτον, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίταν, σε Αριστοφ. 2. φρίσσοντες ὄμβροι, όπως το horrida grando του Βιργ., σε Πίνδ. 3. ἄσθματι φρίσσων πνοάς, αναπνέει με αγωνία, λέγεται για κάποιον που μόλις πεθαίνει, στον ίδ. II. χρησιμοποιείται για το αίσθημα του ρίγους, όταν το δέρμα κάποιου συστέλλεται και δημιουργείται αυτό που λέμε ανατριχίλα, ή όταν τα μαλλιά σηκώνονται· 1. από την επίδραση του κρύου, τρέμω, σε Ησίοδ. 2. από την επίδραση του φόβου, τρέμω, ταράζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., τρέμω μπροστά σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· πέφρικα Ἐρινὺν τελέσαι, τρέμω στη σκέψη της πραγματοποίησης (της εμφάνισής της), σε Αισχύλ.· ομοίως με δοτ., ἐρετμοῖς φρίξουσιν, θα ταραχτούν από τη θέα των κωπηλατών, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· επίσης με μτχ., πέφρικα λεύσσων, ταράχτηκα από το κοίταγμα (τη θέα), σε Αισχύλ.· με απαρ., φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Δημ. 3. ανατριχιάζω από υπερβάλλουσα χαρά, σε Σοφ.