Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σύν"

Βρέθηκε 1 λήμμα
σύν[ῠ], αρχ. Αττ. ξύν, πρόθ. που συντάσσεται με δοτ., Λατ. cum·
Α. I. 1.
μαζί με, με τη βοήθεια, συνεταιρικά με, από κοινού, ομαδικά· δεῦρ' ἤλυθε σὺν Μενελάῳ, σε Ομήρ. Ιλ. 2. με παράλληλη σημασία της βοήθειας, σὺν θεῷ, με τη βοήθεια ή την ευλογία του θεού (ο θεός θεωρείται ότι στέκεται στο πλάι κάποιου), σε Όμηρ. κ.λπ.· σὺν θεῷ εἰρημένον, κάτι που ειπώθηκε σα να είχε θεϊκή έμπνευση, σε Ηρόδ.· ομοίως, σὺν δαίμονι, σὺν Διί, σὺν Ἀθήνῃ, σε Ομήρ. Ιλ.· επίσης, σύν τινι εἶναι ή γίγνεσθαι, είμαι μαζί με κάποιον, δηλ. στο πλευρό του, με το μέρος του, στην παράταξή του, σε Ξεν.· οἱ σύν τινι, φίλοι κάποιου, ακόλουθοί του, στον ίδ. 3. αυτός που είναι προικισμένος με κάποιο χάρισμα, ἄκοιτις σὺν μεγάλῃ ἀρετῇ, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για πράγματα που ανήκουν σε κάποιον ή τα χειρίζεται κάποιος, στῆ σὺν δουρί, σε Ομήρ. Ιλ.· σκῆπτρον, σὺν τῷ ἔβῃ, στο ίδ.· αὐτῇ σὺν φόρμιγγι, στο ίδ. (έτσι, στην Αττ., η πρόθ. σὺν συχνά παραλείπεται). 4. λέγεται για δύο ή περισσότερα πράγματα που λαμβάνονται από κοινού, θύελλαι σὺνβορέῃ, ἄνεμος σὺν λαίλαπι, σε Ομήρ. Οδ. 5. λέγεται για αναγκαία σχέση ή συνέπεια, σὺν μεγάλῳ ἀποτίσαι, πληρώνω με μεγάλη απώλεια, δηλ. υποφέρω πολύ, σε Ομήρ. Ιλ.· σὺν τῷ σῷ ἀγαθῷ, για δικό σου όφελος, πλεονέκτημα, Λατ. tuo cum commodo, σε Ξεν.· σὺν μιάσματι, έχοντας έρθει σε επαφή με μόλυσμα, σε Σοφ.· και γενικά, σε συμφωνία, σε αντιστοιχία με· σὺν δίκᾳ, σε Πίνδ.· σὺν κόσμῳ, σὺν τάχει κ.λπ.· σχεδόν = επιρρ., δικαίως, κοσμίως, ταχέως, σε Αττ. 6. με, μέσω, σὺν νεφέεσσι κάλυψεν γαῖαν, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.· πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ, σε Αισχύλ. 7. με τακτ. αριθμ., ἐμοὶ σὺν ἑβδόμῳ, δηλ. εγώ μαζί με άλλους έξι, στον ίδ. Β. σύν ως επίρρ.· 1. μαζί, από κοινού, σε Αισχύλ., Σοφ. 2. επίσης, ομοίως, συγχρόνως, σε Ομήρ. Οδ., Τραγ. Γ. ΣΤΑ ΣΥΝΘ.· I. 1. μαζί, μαζί με κάποιον, από κοινού, συγχρόνως, Λατ. con· στα σύνθ. ως μτβ. ρήμα, όπως το κτείνω, το σύν μπορεί να αναφέρεται σε δύο πράγματα, σκοτώνω κάποιον όπως σκοτώνω ή έχω σκοτώσει και κάποιον άλλο, ή, συνεργώ με κάποιον στη διάπραξη φόνου. 2. λέγεται για την ολοκλήρωση μιας πράξης, συνολικά, εντελώς, πλήρως, όπως στα συμπληρόω, συντέμνω. 3. συντίθεται με αριθμ., σύνδυο, δύο μαζί ή ανά δύο, δυο δυο· ομοίως, σύντρεις, σύμπεντε κ.λπ. όπως τα Λατ. bini, terni κ.λπ. II. το συν- πριν από τα σύμφωνα β, μ, π, φ, ψ γίνεται συμ-· πριν από τα γ, κ, ξ, χ, γίνεται συγ-· πριν το λ, συλ-· πριν το σ, γίνεται συσ-· πριν όμως από το στ- γίνεται συ-, όπως συστῆναι.