Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "σχέθω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
*σχέθω, υποτίθεται ότι είναι ενεστ. ισοδ. του ἔχω, I. 1. κρατώ· απαντάται όμως σε τύπους που ανήκουν στον αόρ. βʹ ἔσχεθον, ποιητ. αντί ἔσχον, δηλ. στους τύπους σχέθεν, σχέθον, Επικ. αντί ἔσχεθεν, ἔσχεθον, προστ. σχεθέτω, απαρ. σχεθέμεν, μτχ. σχεθών· κρατώ, σε Όμηρ. 2. απλώς, έχω, σε Πίνδ., Αισχύλ. II. συγκρατώ, αναχαιτίζω, αποκρούω, απωθώ, σε Όμηρ.· αἷμα ἔσχεθον, σταμάτησαν την αιμορραγία, σε Ομήρ. Ιλ.