Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "περιβαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
περι-βαίνω, μέλ. -βήσομαι, αόρ. βʹ περι-έβην, Επικ. περί-βην· I. βαδίζω ολόγυρα, λέγεται για κάποιον που υπερασπίζεται το νεκρό σύντροφό του είτε περπατώντας γύρω γύρω απ' αυτόν, είτε, όπως το ἀμφιβαίνω, με το να στέκεται από πάνω του, απόλ., σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιβῆναι ἀδελφειοῦ κταμένοιο, στο ίδ.· επίσης με δοτ., Πατρόκλῳ περιβάς, το ίδ.· ομοίως, περὶ τρόπιος βεβαῶτα, στέκομαι πάνω από την καρίνα του πλοίου, σε Ομήρ. Οδ.· με αιτ., περιβαίνω ἵππον, καβαλώ άλογο, σε Πλούτ. II. λέγεται για ήχο, αντηχώ στα αυτιά κάποιου, σε Σοφ.