LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "πίναξ"
- πίναξ[ῐ], -ᾰκος, ὁ, 1. σανίδα, καδρόνι πλοίου, σε Ομήρ. Οδ. 2. πίνακας για γράψιμο πάνω σ' αυτόν, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. κ.λπ. 3. δίσκος ή πιατέλα σερβιρίσματος, σε Ομήρ. Οδ. 4. πλάκα, εικόνα, Λατ. tabula, σε Σιμων.· γενικά, χαραγμένη πλάκα, λέγεται για γεωγραφικό χάρτη, σε Ηρόδ. 5. κατάλογος, πίνακας, λίστα, Λατ. album, σε Δημ. κ.λπ.