LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "ξυρόν"
- ξῠρόν, τό (ξύω), ξυράφι, σε Όμηρ. κ.λπ.· παροιμ., ἐπὶ ξυροῦ ἵσταται ἀκμῆς ὄλεθρος ἠὲ βιῶναι, μεταφ., ο θάνατος ή η ζωή ισορροπούν στην κόψη του ξυραφιού, ή θα χαθούμε ή θα σωθούμε, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπὶ ξυροῦ τῆς ἀκμῆς ἔχεται ἡμῖν τὰ πράγματα, σε Ηρόδ.· βεβὼς ἐπὶ ξυρῷ τύχης, σε Σοφ.