Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μόρος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
μόρος, (μείρομαι), I. = μοῖρα III, το καθορισμένο τέλος του ανθρώπου, Μοίρα, πεπρωμένο, μόρος (ἐστὶν) ὀλέσθαι, είναι γραφτό στον καθένα να πεθάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρ μόρον, πέρα, επέκεινα του πεπρωμένου κάποιου, σε Όμηρ. II. 1. αφανισμός, θάνατος, Λατ. fatum, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Τραγ. 2. νεκρός, σορός, πτώμα, σε Ανθ. III. ο γιος της Νύχτας, σε Ησίοδ.