LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "λεωργός"
- λε-ωργός, -όν (επίρρ. λέως, *ἔργω), αυτός που είναι έτοιμος να κάνει τα πάντα, δηλ. θρασύς, κακός, κατεργάρης, πανούργος, ραδιούργος, σε Αισχύλ.· λεωργότατος, σε Ξεν.