Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "γνωτός"

Βρέθηκε 1 λήμμα
γνωτός, , -όν, παλαιότερος τύπος του γνωστός, I. λέγεται για πράγματα, κατανοητός, αντιληπτός, διακριτός, σε Όμηρ.· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι, σε Σοφ. II. λέγεται για πρόσωπα, πασίγνωστος, επιφανής, σε Ομήρ. Οδ.· ως ουσ.· συγγενής, αδερφός· γνωτοί τε γνωταί τε, οι αδερφοί και οι αδερφές, σε Ομήρ. Ιλ.