Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαφή"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βᾰφή, (βάπτω), I. βύθισμα του πυρακτωμένου σιδήρου στο νερό, σκλήρυνση που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο, σε Αριστ. II. βούτηγμα στη βαφή, το βάψιμο, το χρωμάτισμα, αλλά και το ίδιο το χρώμα, σε Αισχύλ., Πλάτ. κ.λπ.· κρόκου βαφαί, ύφασμα που καθώς βυθίζεται χρωματίζεται με το χρώμα των κρόκων, σε Αισχύλ.· βαφαὶ ὕδρας, ύφασμα που βυθιζόμενο χρωματίζεται στο αίμα της ύδρας, σε Ευρ. III. χαλκοῦ βαφαί, στον Αισχύλ.· είναι πιθ. τέχνη του χρωματίσματος του ορείχαλκου· παροιμ., εκφράζει κάτι που δεν είναι δυνατό να γνωρίζει μια γυναίκα, το άγνωστο αλλά και το αδύνατο. IV. σε Αἴ. Σοφ., βαφῇ σίδηρος ὣς ἐθηλύνθην στόμα· μάλλον είναι ορθότερο να συναφθεί το «βαφῇ σίδηρος» με το «καρτερὸς γενόμενος» και όχι με το «ἐθηλύνθην», επειδή ο σίδηρος γίνεται πιο σκληρός, αλλά σε καμία περίπτωση πιο μαλακός, μέσω της βαφής.