Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαθύστερνος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βᾰθύ-στερνος, -ον (στέρνον), αυτός που έχει μεγάλο στέρνο· βαθύστερνος λέων, σε Πίνδ.· πρβλ. βαθύκολπος.