LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "βαθύζωνος"
- βᾰθύ-ζωνος, -ον (ζώνη), χαμηλοζωσμένος, δηλ. ζωσμένος όχι ψηλά, κάτω από το στήθος, αλλά πάνω απ' τους γοφούς, έτσι ώστε το ένδυμα να πέφτει γύρω από τη ζώνη σε πτυχώσεις (πρβλ. βαθύκολπος), σε Όμηρ.