Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βαίνω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βαίνω (√ΒΑ), μέλ. βήσομαι, Δωρ. βᾱσεῦμαι, Επικ. βέομαι ή βείομαι, παρακ. βέβηκα, Δωρ. βέβᾱκα, με Επικ. συγκρ. γʹ πληθ. βεβάᾱσι, συνηρ. βεβᾱσι· απαρ. παρακ. βεβάναι [ᾰ], Επικ. βεβάμεν [ᾰ]· μτχ. βεβαώς, -αυῖα, Αττ. βεβώς· υπερσ. ἐβεβήκειν, Επικ. βεβήκειν, συγκρ. γʹ πληθ. βέβᾰσαν· αόρ. βʹ ἔβην, Δωρ. ἔβᾱν· Επικ. γʹ ενικ. βῆ, Επικ. γʹ δυϊκ. βάτην [ᾰ]· γʹ πληθ. ἔβᾱν· προστ. βῆθι, Δωρ. βᾶθι, βʹ πληθ. βᾶτε· υποτ. βῶ, Επικ. βείω, Επικ. γʹ ενικ. βήῃ, Δωρ. βᾶμες (αντί βῶμενευκτ. βαίην· απαρ. ενεστ. βῆναι, Επικ. βήμεναι· μτχ. βάς, βᾶσα, βάν· γʹ πρόσ. ενικ. Μέσ. Επικ. αορ. αʹ ἐβήσετο·
Α.
Στους παραπάνω χρόνους· I. 1. αμτβ., περπατώ, βαδίζω, λέγεται κυρίως για κίνηση με τα πόδια· ποσσὶ ή ποσὶ βαίνειν σε Όμηρ. κ.λπ.· με απαρ. στον Όμηρ., βῆ ἰέναι, αλλά και στη φράση βῆ ἰέμεν, κίνησε να πάει, ξεκίνησε, «πήρε το δρόμο του», σε Ομήρ. Ιλ.· βῆ θέειν, ξεκίνησε να τρέχει, στο ίδ.· βῆ δ' ἐλάαν, στο ίδ.· με αιτ. τόπου, σε Σοφ.· με κάθε πρόθεση που σημαίνει κίνηση, όπως: ἐπὶ νηὸς ἔβαινεν, επέβαινε σε πλοίο, σε Ομήρ. Οδ.· ἐφ' ἵππων βάντες, αφού ανέβηκαν στο άρμα, στο ίδ.· βαίνειν δι' αἵματος, διέρχομαι μέσα από αίμα, σε Ευρ. 2. στον παρακ., στέκομαι ή βρίσκομαι σε ένα μέρος· χῶροςἐν ᾧ βεβήκαμεν, σε Σοφ.· συχνά σχεδόν = εἰμί (sum), εὖ βεβηκώς, στέκομαι πάνω σε καλή βάση, στηρίζομαι καλά, είμαι καλά θεμελιωμένος, ακμάζω, ευτυχώ, σε Ηρόδ., κ.α.· με την παραπάνω σημασία, οἱἐν τέλει βεβῶτες, αυτοί που βρίσκονται σε κάποιο αξίωμα, σε Ηρόδ., Σοφ.· ἐπὶ ξυροῦ βεβηκέναι, πρβλ. ξυρόν. 3. φεύγω, απομακρύνομαι, αναχωρώ, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· βέβηκα, ευφημ. αντί τέθνηκα, σε Αισχύλ., Σοφ.· μεταφ., λέγεται για άψυχα αντικείμενα, ἐννέα ἐνιαυτοὶ βεβάασι, εννέα χρόνια ήρθαν και πέρασαν, σε Ομήρ. Ιλ. 4. έρχομαι· τίπτε βέβηκας; σε Ομήρ. Ιλ.· καταφθάνω, σε Σοφ. 5. συνεχίζω, προχωρώ, προβαίνω· ἐς τόδε τόλμης, ἐς τοσοῦτον ἐλπίδων, στον ίδ. II. 1. ως μτβ., με αιτ., ανεβαίνω, σε Όμηρ. μόνο στον Μέσ. αόρ. αʹ, βήσασθαι δίφρον· σε Παθ., ἵπποι βαινόμεναι, φοράδες αναπαραγωγής, σε Ηρόδ. 2. χρέος ἔβα με, με κατέλαβαν τα χρέη, σε Αριστοφ. 3. στους ποιητές, με αιτ. που δηλώνει το όργανο της κίνησης, η οποία είναι τελείως πλεοναστική· βαίνειν πόδα, επιταχύνω το βήμα, επισπεύδω, σε Ευρ. κ.α. Β. Μτβ., σε μέλ. βήσω, αόρ. αʹ ἔβησα, κάνω κάποιον να φύγει· βῆσεν ἀφ' ἵππων, ἐξ ἵππων βῆσε, τους έκανε να κατεβούν από το άρμα, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενεστ., μ' αυτήν την έννοια χρησιμ. το ρήμα βιβάζω.