Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "βάλανος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
βάλᾰνος[βᾰ], , I. βελανίδι, Λατ. glans, φρούτο, καρπός του φυτού «φηγός», το οποίο παρέχεται στους χοίρους, σε Ομήρ. Οδ.· οποιοδήποτε παρόμοιο με το βελανίδι φρούτο, χουρμάς, σε Ηρόδ., Ξεν. II. (από την ομοιότητα του σχήματος), σιδερένια σφήνα, σύρτης, μάνταλο, Λατ. pessulus, το οποίο διαπερνά τον ξύλινο μοχλό (μόχλος) και εισέρχεται στις παραστάδες της πόρτας, με τέτοιον τρόπο ώστε ο μοχλός να μην κινείται μέχρι να τραβηχτεί ο σύρτης με ένα κλειδί ή γάντζο (βλ. βαλανάγρα), σε Αριστοφ., Θουκ. (αμφίβ. προέλ.).