Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπέρ"

Βρέθηκαν 307 λήμματα [1 - 20]
ὑπέρ[ῠ], Επικ. επίσης ὑπείρ, Λατ. super· απ' όπου σχηματίστηκαν συγκρ. και υπερθ. ὑπέρτερος, -τατος.
Α.
ΜΕ ΓΕΝ., I. λέγεται για τόπο, επάνω, πάνω από· 1. λέγεται για στάση, στέρνον ὑπὲρ μαζοῖο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπὲρ κεφαλῆς στῆναί τινι, στέκεται πάνω από το κεφάλι του, σε Όμηρ.· λέγεται για χώρες, υπεράνω, μεσογειότερα, πιο μέσα στο εσωτερικό ή στην ενδοχώρα, οἰκέοντες ὑπὲρἉλικαρνησσοῦ μεσόγαιαν, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για κίνηση, επάνω, κατά πλάτος, από πάνω από, ὑπὲρ θαλάσσης καὶ χθονὸς ποτωμένοις, σε Αισχύλ. 3. πέρα, πλέον, πιο πέρα, ὑπὲρ πόντου, σε Ομήρ. Οδ. II. 1. μεταφ., από την έννοια του κάθομαι από πάνω για προστασία, για χάρη κάποιου, προς υπεράσπισή του, για την ασφάλειά του, ἑκατόμβην ῥέξαι ὑπὲρ Δαναῶν, σε Ομήρ. Ιλ.· θύειν ὑπὲρ τῆς πόλεως, σε Ξεν.· ὑπὲρ τῆς πατρίδος ἀμύνειν, αγώνας για την υπεράσπιση της πατρίδας κ.λπ. 2. χάριν ενός προσώπου ή πράγματος, λίσσεσθαι ὑπὲρτοκέων, ὑπὲρ πατρὸς καὶ μητρός, σε Ομήρ. Ιλ. 3. με απαρ., με σκοπό να, ὑπὲρ τοῦ μηδένα ἀποθνῄσκειν, εμποδίζω, προστατεύω κάποιον από θάνατο, σε Ξεν. 4. για χάρη, προς χάριν, έναντι, στη θέση, αντί κάποιου άλλου, στο όνομα κάποιου άλλου, ὑπὲρ ἑαυτοῦ, σε Θουκ.· στρατηγῶν ὑπὲρ ὑμῶν, ενεργώντας ως στρατηγός κατ' εντολήν σας, σε Δημ. III. όπως το περί, επί, ως προς, σχετικά με, όσον αφορά, Λατ. de, ὑπὲρ σέθεν αἴσχεα ἀκούω, σε Ομήρ. Ιλ.· τὰ λεγόμενα ὑπέρ τινος, σε Ηρόδ. Β. ΜΕ ΑΙΤ., όταν δηλώνεται το υπεράνω, ανώτερο και πέρα από το οποίο πηγαίνει κάτι, I. λέγεται για τόπο, υπεράνω, πέραν, σε Όμηρ., Πλάτ. II. 1. λέγεται για μέτρο, περισσότερο, παραπάνω, υπερβολικά, επιπλέον, ὑπὲρ τὸ βέλτιστον, σε Αισχύλ.· ὑπὲρ ἐλπίδα, σε Σοφ. κ.λπ. 2. λέγεται για παράβαση, πέρα από, καθ' ὑπερβολή, εναντίον, παρά, εν αντιθέσει προς, ὑπὲρ αἶσαν, ὑπὲρ μοῖραν, ὑπὲρ ὅρκια, σε Ομήρ. Ιλ. III. λέγεται για αριθμό, περισσότερο από, επιπλέον του, ὑπὲρ τεσσεράκοντα, σε Ηρόδ., Ξεν.· ὑπὲρ τὸ ἥμισυ, περισσότερο από το μισό, σε Ξεν. IV.χρησιμ. για χρόνο, πέρα, δηλ. πριν, προγενέστερα, προ, προτού, πρωτύτερα, νωρίτερα από, ὁ ὑπὲρ τὰ Μηδικὰ πόλεμος, σε Θουκ. Γ. ΘΕΣΗ· η ὑπὲρ μπορεί να έπεται του ουσ., αλλά τότε με αναστροφή γίνεται ὕπερ, σε Όμηρ., Τραγ. Δ. ΩΣ ΕΠΙΡΡ., πάρα πολύ, υπέρμετρα, υπερβολικά, ὑπὲρ μὲν ἄγαν, σε Ευρ.· γράφεται ὑπεράγαν, σε Στράβ. κ.λπ. Ε. ΣΤΑ ΣΥΝΘ., 1. λέγεται για τόπο, υπεράνω, πέρα από, πιο πέρα, όπως στα ὑπερ-βαίνω, ὑπερ-πόντιος, 2. λέγεται για χάρη, προς υπεράσπιση κάποιου, όπως στα ὑπερ-ασπίζω, ὑπερ-αλγέω, 3. πάνω από το μέτρο, υπερβολικά, υπέρμετρα, όπως στα ὑπερ-ήφανος, ὑπερ-φίαλος.
ὑπέρα[ῠ], (ὑπέρ), το ανώτερο σχοινί, το αποπάνω, πληθ. ὑπέραι, σχοινιά που ήταν προσδεδεμένα στα άκρα των επικρίων (ἐπίκρια), μέσω των οποίων τα ιστία μετακινούνταν κατά τη φορά του ανέμου, σε Ομήρ. Οδ.
ὑπερ-ᾰβέλτερος, -ον, υπερβολικά απλοϊκός ή ανόητος, σε Δημ.
ὑπερ-άγᾰμαι, αποθ., I. ικανοποιούμαι υπερβολικά, σε Πλάτ. II. θαυμάζω καθ' υπερβολήν, τινος, για κάτι, σε Λουκ.
ὑπερ-ᾰγᾰνακτέω, μέλ. -ήσω, οργίζομαι υπερβολικά ή θυμώνω, αγανακτώ με κάτι, με γεν., σε Πλάτ.· με δοτ., σε Αισχίν.
ὑπερ-ᾰγᾰπάω, αγαπάω υπερβολικά, εκτιμώ σε μεγάλο βαθμό, σε Δημ.
ὑπερ-ᾰγωνιάω, αγωνιώ υπερβολικά, σε Πλάτ., Δημ.
ὑπερ-ᾱής, -ές (ἄημι), γεν. -έος, αυτός που φυσά δυνατά, με σφοδρότητα, σε Ομήρ. Ιλ.
ὑπερ-αιμόω (αἷμα), μέλ. -ώσω, έχω πάρα πολύ αίμα, σε Ξεν.
ὑπερ-αίρω, μέλ. -ᾰρῶ, I. υψώνω ή σηκώνω επάνω, σε Πλάτ.Μέσ. ή Παθ., υψώνομαι, ανυψώνομαι, υπερηφανεύομαι, επαίρομαι, σε Κ.Δ. II. αμτβ., 1. με αιτ., σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανεβαίνω, ανέρχομαι, ανηφορίζω ή υπερπηδώ, περνώ πάνω από, Λατ. transcendere, σε Ξεν.· ὑπεραίρω τὴν ἄκραν, παρακάμπτω το ακρωτήρι, στον ίδ.· ως στρατιωτικός όρος, υπερφαλλαγίζω, στον ίδ. 2. υπερβαίνω, ξεπερνώ, εξέχω, ξεχωρίζω, υπερτερώ, τινά τινι, από κάποιον σε κάτι, σε Δημ. 3. υπερακοντίζω, ξεπερνώ, υπερβαίνω, προχωρώ πιο πέρα, καιρόν, σε Αισχύλ. III. πλημμυρίζω, σε Δημ.
ὑπέρ-αισχρος, -ον, υπερβολικά αισχρός ή άσχημος, σε Ξεν.
ὑπερ-αισχύνομαι, Παθ., ντρέπομαι πάρα πολύ, σε Αισχίν.
ὑπερ-αιωρέομαι, Παθ., 1. κρεμιέμαι ή αιωρούμαι επάνω από, προβάλλω, εκτείνομαι επάνω από, τινος, σε Ηρόδ. 2. στην ναυτική ορολογία, με γεν. τόπου, παραμένω, μένω στα ανοιχτά, τῇσι νηυσὶ ὑπεραιωρηθέντες Φαληροῦ, σε Ηρόδ.
ὑπέρ-ακμος, -ον (ἀκμή), αυτός που έχει υπερβεί, περάσει την ακμή της νιότης, σε Κ.Δ.
ὑπερ-ᾰκοντίζω, μέλ. Αττ. -ιῶ, υπερακοντίζω, δηλ. υπερτερώ από, ξεπερνώ κάποιον, με αιτ., σε Αριστοφ.· ὑπερακοντίζω τινὰ κλέπτων, ξεπερνώ κάποιον στην κλεψιά, στον ίδ.
ὑπερ-ακρῑβής, -ές, υπερβολικά ακριβής, σε Λουκ.
ὑπερ-ακρίζω, μέλ. -σω, I. σκαρφαλώνω και υπερβαίνω, με αιτ., σε Ξεν. II. προβάλλω, προεξέχω, με γεν., σε Ευρ.
ὑπερ-άκριος, -ον (ἄκρα), 1. αυτός που βρίσκεται πάνω από τα ύψη, βουνά, οἱ Ὑπεράκριοι = οἱ Διάκριοι, ορεσίβιοι, βουνίσιοι ή φτωχοί κάτοικοι των Αττικών υψίπεδων, αντίθ. προς τις πλουσιότερες τάξεις των πεδινών και παραθαλασσίων, σε Ηρόδ. 2. τὰ ὑπεράκρια, υψώματα πάνω από πεδιάδα, ορεινά μέρη, υψίπεδα, στον ίδ.
ὑπέρ-ακρος, -ον, ο υπεράνω ή ο επάνω στην κορυφή· επίρρ., ὑπεράκρως ζῆν, ζω χωρίς μέτρο, υπερβολικά, σε Δημ.
ὑπερ-ᾰλγέω, μέλ. -ήσω, 1. νιώθω πόνο για ή εξαιτίας, τινός, σε Σοφ., Ευρ. 2. θλίβομαι υπερβολικά, τινί για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ.