
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "σκῶρ"
- σκῶρ, τό, γεν. σκᾰτός· περίττωμα, κόπρος, σε Αριστοφ.
- σκωρία, ἡ, σκουριά του μετάλλου, κατακάθι, σκουριά, πουρί, σε Στράβ.