Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "μῆνις"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
μῆνις, Δωρ. μᾶνις, -ιος, (*μάω), οργή, θυμός, λέγεται για τους θεούς, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
μηνίσκος, , υποκορ. του μήνη, ημισέληνος, μισοφέγγαρο, Λατ. lunula· κάλυμμα που προστατεύει τις κεφαλές των αγαλμάτων (όπως το nimbus ή το φωτοστέφανο των Χριστιανών Αγίων), σε Αριστοφ.