LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "μῆνις"
- μῆνις, Δωρ. μᾶνις, -ιος, ἡ (*μάω), οργή, θυμός, λέγεται για τους θεούς, σε Όμηρ., Ηρόδ., Αττ.
- μηνίσκος, ὁ, υποκορ. του μήνη, ημισέληνος, μισοφέγγαρο, Λατ. lunula· κάλυμμα που προστατεύει τις κεφαλές των αγαλμάτων (όπως το nimbus ή το φωτοστέφανο των Χριστιανών Αγίων), σε Αριστοφ.