
LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας
(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)
Αποτελέσματα για: "δίστιχος"
- δί-στῐχος, -ον, I. αυτός που αποτελείται από δύο στίχους, από δύο σειρές ή γραμμές, σε Ανθ. II. ως ουσ., δίστιχον, τό, το δίστιχο, στον ίδ.