Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "αἰδώς"

Βρέθηκε 1 λήμμα
αἰδώς, -όος, συνηρ. -οῦς, (αἰδέομαι), I. 1. αίσθημα ντροπής, ντροπή, μετριοφροσύνη, αυτοεκτίμηση, σε Όμηρ. κ.λπ.· προσωποποιημένη, Ζηνὶ σύνθακος θρόνων Αἰδώς, η Αιδώς που μοιράζεται το θρόνο του Δία, σε Σοφ. 2. φροντίδα για τους άλλους, έγνοια, σεβασμός, ευλάβεια, σέβας, σε Θέογν.· τὴν ἐμὴν αἰδῶ, σεβασμό προς εμένα, σε Αισχύλ. II. καθετί που προκαλεί ντροπή. 1. αισχύνη, σκάνδαλο, σε Ομήρ. Ιλ.· ως επιφών., ντροπή! αἰδώς, Ἀργεῖοι, κάκ' ἐλέγχεα! στο ίδ.· αἰδώς, ὦ Λύκιοι· ποῖ φεύγετε; στο ίδ. 2. τὰ αἰδοῖα, στο ίδ.