Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὕβρις[ῠ]"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὕβρις[ῠ], γεν. -εως και -εος, Επικ. -ιος,
Α. I. 1.
κακοβουλία, αυθάδεια, αυθάδεια από αίσθηση δύναμης ή αναίδεια, προπέτεια, θρασύτητα, ιταμότητα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· λέγεται για ενέργειες, πράξεις, ἆρ' οὐχ ὕβρις τάδ', σε Σοφ.· ταῦτ' οὐχ ὕβρις ἐστί;, σε Αριστοφ.· επιρρ., χλευαστικά, ὕβρει, με αυθάδεια ή αναίδεια, σε Σοφ.· ἐφ' ὕβρει, σε Ευρ.· δι' ὕβριν, σε Δημ. 2. λέγεται για λαγνεία, ασέλγεια, αντίθ. προς το σωφροσύνη, σε Θέογν., Ξεν. 3. λέγεται για υπερβολικά θρεμμένο άλογο, ατίθασο, αχαλίνωτο, σε Ηρόδ., Πίνδ. II. 1. = ὕβρισμα, σε Όμηρ.· μερικές φορές όπως το ὑβρίζω, ακολουθ. από πρόθ. Ἥρας μητέρ' εἰς ἐμὴν ὕβρις, η αυθάδειά της προς..., σε Ευρ.· ἡ κατ' Ἀργείους ὕβρις, σε Σοφ.· ἡ πρὸς τοὺς δημότας ὕβρις, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. αντικ., ὕβρις τινός, προς κάποιον, στον ίδ. κ.λπ.· σε πληθ., πράξεις ακόλαστες, αυθάδεις, προσβολές, σε Ησίοδ., Ευρ. κ.λπ. 2. προσβολή, προσβλητική ενέργεια, παραβίαση, βεβήλωση, καταπάτηση, σε Πίνδ., Αττ. 3. στην Αττ. νομοθεσία, η ὕβριςπεριελάμβανε τις πιο σοβαρές βλάβες που διαπράττονταν εναντίον κάποιου, υβριστική, ελεεινή επίθεση, προσβολή· η πιο ελαφριά μορφή της είναι η αἰκία [ῑ]· γι' αυτό η ὕβρις, επανορθωνόταν με δημόσια έγκληση, μήνυση (γραφή), ενώ η αἰκία με ιδιωτική επενέργεια (δίκη). III. απώλεια, ζημιά, βλάβη, φθορά, σε Κ.Δ. Β. ως αρσ., = ὑβριστής, βίαιος, αυταρχικός, δεσποτικός, κακούργος άνθρωπος, ὕβριν ἀνέρα, σε Ησίοδ.