Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπο-στέλλω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπο-στέλλω, μέλ. -στελῶ, αόρ. αʹ -έστειλα, παρακ. -έσταλκα, I. 1. κατεβάζω, συστέλλω, ἱστίον ὑπέστειλε, κατέβασε τα πανιά του, σε Πίνδ. 2. οπισθοχωρώ γυρεύοντας καταφύγιο, άσυλο, σε Πλούτ.· ὑποστέλλω ἑαυτόν, προφυλάσσομαι, προστατεύομαι πίσω από, τινί, στον ίδ.· επίσης, αποσύρομαι, τραβιέμαι πίσω, σε Κ.Δ. II. Μέσ., ὑποστέλλεσθαί τι, καλύπτω, συγκαλύπτω, αποκρύπτω κάτι από φόβο, υπεκφεύγω, παραποιώ την αλήθεια σκόπιμα, υποκρίνομαι, προσποιούμαι, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.· μηδὲν ὑποστειλάμενος, αυτός που δεν υποκρίνεται, δεν προσποιείται, σε Δημ.