Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὑπερ-οράω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὑπερ-οράω, Ιων. -έω, μέλ. -όψομαι, αόρ. βʹ -εῖδον, απαρ. -ῐδεῖν, Παθ. αόρ. αʹ ὑπερώφθην· I. βλέπω από ψηλά, κοιτώ από ψηλά προς τα κάτω, με αιτ., σε Ηρόδ. II. παραβλέπω, αψηφώ, περιφρονώ, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.· επίσης με γεν., δείχνω περιφρόνηση για, σε Ξεν.