Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ὀνειδίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ὀνειδίζω, Αττ. μέλ. -ιῶ, αόρ. αʹ ὠνείδισα, παρακ. ὠνείδικαΠαθ., με Μέσ. μέλ. ὀνειδιεῖσθε (με Παθ. σημασία), αόρ. αʹ ὠνειδίσθην· I. με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ., επιρρίπτω κατηγορία σε κάποιον, χλευάζω, πετώ κατά πρόσωπο μια μομφή σε κάποιον, ενοχοποιώ, εναντιώνομαι σε κάποιον, Λατ. objicere, exprobrare, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, ὀνειδίζειν τινὶ ὅτι, του προσάπτω αυτό, ότι..., σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ. II. όταν παραλείπεται η αιτ. πράγμ., μέμφομαι, ελέγχω, κατηγορώ κάποιον, 1. με δοτ. προσ., σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. 2. με αιτ. προσ., ἔπεσίν μιν ὀνείδισον, σε Ομήρ. Ιλ.· τυφλόν μ' ὠνείδισας (ενν. ὄντα), με κατηγόρησες, με χλεύασες που είμαι τυφλός, σε Σοφ.