Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἠμί"

Βρέθηκαν 61 λήμματα [1 - 20]
ἠμί, λέγω, Λατ. inquam· χρησιμοποιείται για να επαναλάβει κάτι με έμφαση· παῖ ἠμί, παῖ, παιδί, λέω, παιδί! σε Αριστοφ.· παρατ. ἦν, γʹ ενικ. · , καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, είπε, και κράτησε το χέρι του..., σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἦν δ' ἐγώ, είπα εγώ, σε Πλάτ.· ἦ δ' ὅς, είπε αυτός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
ἡμῐ-, αχώριστο μόριο, πρώτο συνθετικό που σημαίνει «μισός», Λατ. semi-.
ἡμι-άνθρωπος, , αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος, σε Λουκ.
ἡμι-βρώς, -ῶτος, , = το επόμ., σε Ανθ.
ἡμί-βρωτος, μισοφαγωμένος, σε Ξεν.
ἡμι-γένειος, -ον (γένειον), αυτός που δεν έχει ακόμα καλύψει ολόκληρο το πρόσωπό του με γένεια (λέγεται για τον νεαρό), σε Θεόκρ.
ἡμί-γυμνος, -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.
ἡμι-δαής, -ές (δαίω), I. μισοκαμένος, σε Ομήρ. Ιλ. II. (δατέομαι), μισοκομμένος, κατά το ήμισυ διαιρεμένος, σε Ανθ.
ἡμι-δᾱρεικόν, τό, ο μισός δαρεικός, σε Ξεν.
ἡμι-δεής, -ές (δέω), ελλιπής κατά το ήμισυ, ο μισογεμάτος, σε Ξεν., Ανθ.
ἡμί-δουλος, -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.
ἡμι-έκτεον, τό = το επόμ., σε Αριστοφ.
ἡμί-εκτον, τό, μισός ἑκτεύς, δηλ. το 1/12 του μεδίμνου, σε Δημ.
ἡμι-έλλην, -ηνος, , , κατά το ήμισυ Έλληνας, σε Λουκ.
ἡμι-εργής, -ές (*ἔργω), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, ημιτελής, σε Λουκ.
ἡμί-εργος, -ον = το προηγ., σε Ηρόδ.
ἡμί-εφθος, -ον (ἕψω), μισοβρασμένος, μισομαγειρεμένος, σε Λουκ.
ἡμι-θᾰλής, -ές (θάλλω), μισοπράσινος, σε Ανθ.
ἡμι-θᾰνής, -ές (θνῄσκω), μισοπεθαμένος, σε Ανθ.
ἡμίθεος, Δωρ. ἁμίθεος, , ο ημίθεος, ο κατά το ήμισυ θεός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.