Αποτελέσματα για: "ἠμί"
Βρέθηκαν 61 λήμματα [1 - 20]
-
ἠμί, λέγω, Λατ. inquam· χρησιμοποιείται για να επαναλάβει κάτι με έμφαση· παῖ ἠμί, παῖ, παιδί, λέω, παιδί! σε Αριστοφ.· παρατ. ἦν, γʹ ενικ. ἦ· ἦ, καὶ ἐπ' ἀργυρέῃ κώπῃ σχέθε χεῖρα, είπε, και κράτησε το χέρι του..., σε Ομήρ. Ιλ.· στην Αττ., ἦν δ' ἐγώ, είπα εγώ, σε Πλάτ.· ἦ δ' ὅς, είπε αυτός, σε Αριστοφ., Πλάτ.
-
ἡμῐ-, αχώριστο μόριο, πρώτο συνθετικό που σημαίνει «μισός», Λατ. semi-.
-
ἡμι-άνθρωπος, ὁ, αυτός που είναι κατά το ήμισυ άνθρωπος, σε Λουκ.
-
ἡμι-βρώς, -ῶτος, ὁ, ἡ = το επόμ., σε Ανθ.
-
ἡμί-βρωτος, μισοφαγωμένος, σε Ξεν.
-
ἡμι-γένειος, -ον (γένειον), αυτός που δεν έχει ακόμα καλύψει ολόκληρο το πρόσωπό του με γένεια (λέγεται για τον νεαρό), σε Θεόκρ.
-
ἡμί-γυμνος, -ον, μισοντυμένος, ημίγυμνος, σε Λουκ.· ομοίως, ἡμιγύναιος, -ον, σε Σουΐδ.· ἡμίγυνος, -ον, σε Συνέσ.
-
ἡμι-δαής, -ές (δαίω), I. μισοκαμένος, σε Ομήρ. Ιλ. II. (δατέομαι), μισοκομμένος, κατά το ήμισυ διαιρεμένος, σε Ανθ.
-
ἡμι-δᾱρεικόν, τό, ο μισός δαρεικός, σε Ξεν.
-
ἡμι-δεής, -ές (δέω), ελλιπής κατά το ήμισυ, ο μισογεμάτος, σε Ξεν., Ανθ.
-
ἡμί-δουλος, -ον, ημιελεύθερος, κατά το ήμισυ δούλος, σε Ευρ.
-
ἡμι-έκτεον, τό = το επόμ., σε Αριστοφ.
-
ἡμί-εκτον, τό, μισός ἑκτεύς, δηλ. το 1/12 του μεδίμνου, σε Δημ.
-
ἡμι-έλλην, -ηνος, ὁ, ἡ, κατά το ήμισυ Έλληνας, σε Λουκ.
-
ἡμι-εργής, -ές (*ἔργω), μισοτελειωμένος, μισοφτιαγμένος, ημιτελής, σε Λουκ.
-
ἡμί-εργος, -ον = το προηγ., σε Ηρόδ.
-
ἡμί-εφθος, -ον (ἕψω), μισοβρασμένος, μισομαγειρεμένος, σε Λουκ.
-
ἡμι-θᾰλής, -ές (θάλλω), μισοπράσινος, σε Ανθ.
-
ἡμι-θᾰνής, -ές (θνῄσκω), μισοπεθαμένος, σε Ανθ.
-
ἡμίθεος, Δωρ. ἁμίθεος, ὁ, ο ημίθεος, ο κατά το ήμισυ θεός, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.