Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἔξ-εστι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἔξ-εστι, προστ. ἐξέστω, υποτ. ἔξῃ, ευκτ. ἐξείη, απαρ. ἐξεῖναι, μτχ. ἐξόν, παρατ. ἐξῆν, μέλ. ἐξέσται, ευκτ. ἐξέσοιτο· απρόσ. (οι μόνοι τύποι του ἔξ-ειμι που είναι σε χρήση)· επιτρέπεται, είναι στην εξουσία, ευχέρεια κάποιου, είναι δυνατό, με απαρ., σε Ηρόδ.· με δοτ. προσ. και απαρ., στον ίδ., Αττ.· ἔξ. σοι ἀνδρί γενέσθαι, σε Ξεν.· με αιτ. προσ. και απαρ., σε Αριστοφ.· απόλ. μτχ. ουδ., ἐξόν, εφ' όσον, αφού ήταν δυνατό, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.