Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπιτήδειος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπιτήδειος, , -ον, Ιων. -έος, -έη, -έον· ομαλ. συγκρ. και υπερθ. -ειότερος, Ιων. -εώτερος, -εώτατος (ἐπιτηδέςI. κατασκευασμένος για ένα τέλος ή για ένα σκοπό, ταιριαστός, κατάλληλος, πρόσφορος, ἔς τι, πρός τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· με απαρ., χωρίον ἐπ. ἐννιπεῦσαι, κατάλληλο για ιππασία, σε Ηρόδ.· ἐπ. ὑπεξαιρεθῆναι, συμφέρον να βγουν απ' τη μέση, σε Θουκ.· ἐπ.ξυνεῖναι, ευχάριστος σύντροφος για να ζεις μαζί του, σε Ευρ.· ἐπ. παθεῖν, άξιος να υποφέρει, σε Δημ., επίσης, ἐπιτήδεόν (ἐστί) μοι, με απαρ., σε Ηρόδ. II. χρήσιμος, ωφέλιμος, αναγκαίος· 1. λέγεται για πράγματα, κατάλληλος, αρμόζων, με δοτ., σε Θουκ.· ἐς τὸ ἐπ., προς όφελός τους, στον ίδ.· λέγεται για συνθήκες, οιωνούς, ευνοϊκός, ευμενής, σε Ηρόδ.· ιδίως, ως ουσ., τὰ ἐπιτήδεια, τα αναγκαία, οι προμήθειες, τα αποθέματα, Λατ. commeatus, στον ίδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για πρόσωπα, χρήσιμος, φιλικός, σε Ηρόδ., Θουκ.· τῷ πατρί, σύμφωνος, υπάκουος, πειθήνιος στο θέλημά του, σε Ηρόδ.· ως ουσ. με γεν., στενός φίλος, Λατ. necessarius, σε Θουκ. III. 1. επίρρ. -είως, Ιων. -έως, επιμελώς, προσεκτικά, με σπουδή και μελέτη, σε Ηρόδ. 2. καταλλήλως, δεόντως, όπως πρέπει, κατάλληλα, στον ίδ.· συγκρ. -ειότερον, στον ίδ.