Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπι-εικής"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-εικής, -ές (εἰκός),· I. κατάλληλος, αρμόζων, πρέπων, αυτός που ταιριάζει, τύμβον ἐπιεικέα, αρμόζων στο μέγεθος, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐπιεικέ' ἀμοιβήν, η προσήκουσα αποζημίωση, σε Ομήρ. Οδ.· ὡς ἐπιεικές, όπως είναι αρμόζον, σε Όμηρ.· με απαρ., ὅν κ' ἐπιεικὲς ἀκούειν, ο οποίος λόγος πρέπει να ακούγεται, σε Ομήρ. Ιλ. II. μετά τον Όμηρ. 1. λέγεται για δηλώσεις, δικαιώματα κ.λπ. α) λογικός, ευλογοφανής, αληθοφανής, παραπειστικός, σε Ηρόδ., Θουκ. β) δίκαιος, ορθός, τῶν δικαίων τὰ ἐπιεικέστερα προτιθέασι, σε Ηρόδ.· πρὸς τὸ ἐπ. = ἐπιεικῶς 3, σε Θουκ. 2. α) λέγεται για πρόσωπα, άρτιος, τέλειος, σε Ηρόδ., Ξεν. β) με ηθική έννοια, λογικός, δίκαιος, ευγενικός, ευγενής, αγαθός, πράος, σε Θουκ., Πλάτ. κ.λπ.· τοὐπιεικές, το πρέπον, το δίκαιο, σε Σοφ. III. 1. επίρρ. -κῶς, Ιων. -κέως, αρκετά, αρκούντως, μέτρια, μετριοπαθώς, Λατ. satis, σε Ηρόδ., Αριστοφ.· τέως μὲν ἐπ., για μικρό χρονικό διάστημα, σε Πλάτ. 2. πιθανώς, λογικώς, στον ίδ. 3. με επιείκεια, με ευμένεια, σε Πλούτ.