Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπι-γίγνομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπι-γίγνομαι, Ιων. και μεταγεν. τύπος -γίνομαι [ῑ]· μέλ. -γενήσομαι, αόρ. -εγενόμην, παρακ. -γέγονα· I. λέγεται για χρόνο, επέρχομαι, γεννιέμαι κατόπιν, έρχομαι μετά από, ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρῃ, φύλλα που δημιουργούνται την άνοιξη, σε Ομήρ. Ιλ.· οἱἐπιγιγνόμενοι ἄνθρωποι, οι απόγονοι, σε Ηρόδ.· οἱ ἐπιγενόμενοι τούτῳ σοφισταί, αυτοί που ήρθαν μετά από αυτόν, στον ίδ.· τῇἐπιγενομένῃ ἡμέρᾳ, την επομένη μέρα, σε Θουκ.· χρόνου ἐπιγιγνομένου, ενώ ο χρόνος περνούσε, με την πάροδο του χρόνου, σε Ηρόδ., Θουκ. II. 1. λέγεται για γεγονότα, περιστατικά, επιπίπτω, επέρχομαι, επισυμβαίνω, Λατ. supervenire, χειμών, νὺξ ἐπεγένετο, σε Ηρόδ.· ἄνεμος ἐπεγένετο τῇ φλογί, ενίσχυσε την φλόγα, σε Θουκ.· τὰ ἐπιγιγνόμενα, αυτά που γίνονται διαδοχικά, στον ίδ. 2. επέρχομαι, παρουσιάζομαι μετά από, ἐπὶ τῇ ναυμαχίῃ, σε Ηρόδ.· επέρχομαι, προσβάλλω, επιτίθεμαι, τινι, σε Θουκ. 3. επισυμβαίνω, γίνομαι, πραγματοποιούμαι, στον ίδ.