Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐπ-ανορθόω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐπ-ανορθόω, μέλ. -ώσω, παρατ. και αόρ. αʹ με διπλή αύξηση, ἐπηνώρθουν, ἐπηνώρθωσαΜέσ., μέλ. -ανορθώσομαι, παρατ. ἐπηνωρθούμην, αόρ. αʹ ἐπηνωρθωσάμηνΠαθ., μέλ. -ανορθωθήσομαι, αόρ. αʹ ἐηνωρθώθην, παρακ. ἐπηνώρθωμαι· 1. επαναφέρω στην προηγούμενη κατάσταση, επανορθώνω, σε Θουκ. κ.λπ. 2. διορθώνω, τροποποιώ, αναθεωρώ, σε Πλάτ.· ομοίως και στη Μέσ., στον ίδ.