Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἐν-τίθημι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἐν-τίθημι, μέλ. -θήσω· απαρ. ποιητ. αορ. αʹ ἐνθέμεν· 1. θέτω, βάζω μέσα σε πλοίο, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.· ομοίως και στη Μέσ., σε Ομήρ. Οδ.· έπειτα, γενικά, βάζω μέσα σε, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ. 2. μεταφ., βάζω μέσα σε κάποιον, εμπνέω, σε Θέογν., Ξεν.Μέσ., χόλον ἔνθεο θυμῷ, εναπόθεσες στην ψυχή σου οργή, σε Ομήρ. Ιλ.· πατέρας ἔνθεο τιμῇ, τίμησε τους πατέρες μας, στο ίδ. 3. βάζω κάτι στο στόμα κάποιου, τί τινι, σε Αριστοφ.· στη Μέσ., ἐνθοῦ, βάλε μέσα, δηλ. φάε, στον ίδ.