Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἁλίσκομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἁλίσκομαι (√ΑΛ), ελλειπτικό στην Παθ., η Ενεργ. συμπληρώνεται από το αἱρέω· παρατ. ἡλισκόμην, μέλ. ἁλώσομαι, αόρ. βʹ ἥλων, σε Αττ. ἑάλων [ᾱ], υποτ. ἁλῶ, -ῷς, -ῶ [ᾰ], Ιων. ἁλώω, ἁλώῃ [ᾰ], ευκτ. ἁλοίην, Επικ. ἀλῴην· απαρ. ἁλῶναι, Επικ. ἁλώμεναι· μτχ. ἁλούς· παρακ. ἥλωκα, Αττ. ἑάλωκα, υπερσ. ἡλώκειν· I. 1. κυριαρχούμαι, κατακτώμαι, αλώνομαι, λέγεται για πρόσωπα και τόπους, σε Όμηρ. κ.λπ.· ἁλίσκεσθαι εἰς πολεμίοις, πέφτω στα χέρια του εχθρού, σε Πλάτ. 2. πιάνομαι, συλλαμβάνομαι, θανάτῳ ἁλῶναι, ή χωρίς το θανάτῳ, πεθαίνω, σε Όμηρ.· ἑάλωσαν εἰς Ἀθήνας γράμματα, γράμματα κατελήφθησαν και εστάλησαν στην Αθήνα, σε Ξεν. 3. με θετική σημασία, έχει κερδηθεί, έχει κατακτηθεί, έχει αποκτηθεί, σε Σοφ. κ.λπ. II. με μτχ., συλλαμβάνομαι επ' αυτοφώρω ή εντοπίζομαι να κάνω κάτι, σε Ηρόδ.· ἐὰνἁλῷς τοῦτο πράττων, σε Πλάτ.· επίσης με ουσ. ή επίθ. η μετοχή ὤνπαραλείπεται, οὐ γὰρ φονεὺς ἁλώσομαι, σε Σοφ., Αριστοφ. 2. ως Αττ. δικανικός όρος, κηρύττομαι ένοχος, καταδικάζομαι, σε Πλάτ., Δημ.· με γεν. εγκλημ., καταδικάζομαι για, ἁλῶναι ψευδομαρτυριῶν κ.λπ.