Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀτίζω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀ-τίζω (τίω, α στερητικό), δεν προσφέρω τιμές, δεν τιμώ, αδιαφορώ, θεούς, σε Αισχύλ.· απόλ. με μτχ., ἀτίζων, παραμελημένος, σε Ομήρ. Ιλ.