Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀπ-ολοφύρομαι"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ἀπ-ολοφύρομαι[ῡ], μέλ. -ῠροῦμαι, αποθ. 1. θρηνολογώ μεγαλοφώνως, σε Ξεν. 2. στους ιστορικούς χρόνους, παύω να θρηνολογώ, σε Θουκ.