Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ἀ-γνώς"

Βρέθηκαν 2 λήμματα [1 - 2]
ἀ-γνώς, -ῶτος, , (γι-γνώσκωI. 1. Παθ., άγνωστος, λέγεται κατεξοχήν για πρόσωπα, σε Αισχύλ.· ἀγνὼς πατρί, Λατ. clam patre, σε Ευρ.· επίσης λέγεται για πράγματα, άγνωστος, σκοτεινός, μπερδεμένος, δυσνόητος, ασαφής, ακατάληπτος, σε Αισχύλ., Σοφ.· ἀγνὼς δόκησις, σκοτεινή υποψία, υπόνοια, στον ίδ. 2. μη γνωστός, άγνωστος, άσημος, σε Ευρ. II. Ενεργ., αυτός που δεν γνωρίζει, αυτός που αγνοεί, ο μη πληροφορημένος, σε Σοφ. III. με γεν., όπου η σημασία κυμαίνεται μεταξύ Παθ. και Ενεργ., ἀγνῶτες ἀλλήλων, σε Θουκ.
ἄ-γνωστος ή ἄ-γνωτος, -ον, 1. άγνωστος· τινί· ἄγνωτος ἐς γῆν, σε Ευρ.· γνωτὰ κοὐκ ἄγνωτά μοι, σε Σοφ. 2. αγνώριστος· ἄγνωστόν τινα τεύχειν, σε Ομήρ. Οδ.· ἀγνωστότατοι γλῶσσαν, λέγεται για αυτούς που μιλούν ολότελα ακατάληπτη, δυσνόητη γλώσσα, σε Θουκ.