Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ω"

Βρέθηκαν 3 λήμματα [1 - 3]
Ω, ω, ὦμέγα, το εικοστό τέταρτο γράμμα του ελλ. αλφαβ.· ως αριθμός, ωʹ = 800, αλλά ͵ω = 800.000. Το όνομα ὦ μέγα, μεγάλο ή μακρό ο, είναι νεότερο και διακρίνει το γράμμα αυτό από το ὂ μικρόν, δηλαδή το μικρό ή βραχύ ο· αλλά ο τύπος Ω δεν χρησιμοποιούνταν στην Αθήνα μέχρι τον καιρό του άρχοντα Ευκλείδη (403 π.Χ.)· βλ. Ε, Η.
Μεταβολές του ω, ιδίως στις διαλέκτους: 1. Ιων., μερικές φορές αντί α, όπως, ὤνθρωπος, ὤριστος, αντί ἄνθρωπος, ἄριστος, 2. Ιων., επίσης αντί αυ, όπως, θῶμα, τρῶμα αντί θαῦμα, τραῦμα· η μεταβολή αυτή είναι επίσης και Δωρ., ὦλαξαντί αὖλαξ, 3. Αιολ. και Δωρ., ω αντί ου, όπως ὠρανός, Μῶσα, κῶρος, λιπῶσα αντί οὐρανός, Μοῦσα, κοῦρος, λιποῦσα· επομένως, οι καταλήξεις ου και ους στη γεν. ενικ. και αιτ. πληθ. μεταβάλλονται σε ωκαι ως, 4. Δωρ., το ω γίνεται , όπως, πρῶτος, πρώτιστος, θεωρὸς γίνονται πρᾶτος, πράτιστος, θεᾱρός· οπότε η κατάληξη της γεν. πληθ. των πρωτοκλίτων -ῶν γίνεται -ᾶν, 5. Αιολ., μερικές φορές το ω γίνεται υ, όπως χελύνη αντί χελώνη.
και , 1. επιφών. που εκφράζει θαυμασμό, έκπληξη, αλλά επίσης χαρά και πόνο, όπως το δικό μας Ω! Ωχ!· με ονομ., ὢ τάλας ἐγώ, σε Σοφ. κ.λπ.· με γεν., ὢ χρυσῶ, σε Θεόκρ. 2. με κλητ. είναι απλή προσφώνηση, π.χ. ως επίκληση θεών, ὦ θεοί, ὦ Ζεῦ κ.λπ.· με προστ., ὦ χαῖρε, σε Αισχύλ. Στην πρώτη περίπτωση συνήθως γράφεται , στη δεύτερη ὦ.
, Δωρ. αντί οὗ, γεν. του ὅς, Λατ. quI.