Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "ψῆφος"

Βρέθηκε 1 λήμμα
ψῆφος, Δωρ. ψᾶφος, (ψάωI. μικρή πέτρα, πετραδάκι λείο και στρογγυλό, όπως αυτά που βρίσκονται στις κοίτες των ποταμών ή στην ακτή της θάλασσας, χαλίκι, βότσαλο, Λατ. calculus, σε Πίνδ., Ηρόδ. II. 1. πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν για την αρίθμηση, μετρητής, ψήφοις λογίζεσθαι, υπολογίζω χρησιμοποιώντας πετραδάκια, σε Ηρόδ.· υπολογίζω τέλεια ή με ακρίβεια, σε Αριστοφ.· ἐν ψήφῳ λέγειν, σε Αισχύλ.· στον πληθ., υπολογισμοί, λογαριασμοί, καθαραὶ ψῆφοι, εκεί όπου υπάρχει ακριβής εξίσωση, σε Δημ. 2. πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν στο παιχνίδι των πεσσών, σε Πλάτ. 3. α) πετραδάκι που το χρησιμοποιούσαν για ψηφοφορία, το οποίο το έριχναν μέσα στην κάλπη (ὑδρία), σε Ηρόδ., Αττ.· ψῆφον φέρειν, δίδω την ψήφο μου σε κάποιον, Λατ. suffragium ferre, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως, ψῆφοντίθεσθαι, σε Ηρόδ.· ψήφῳ κρίνειν, διακρίνειν, αποφασίζω με ψήφο, σε Θουκ. κ.λπ.· με περιληπτική σημασία, ψῆφος γίγνεται περί τινος, γίνεται ψηφοφορία για κάτι, σε Αντιφ.· ἡ σώζουσα, ἡ καθαιροῦσα ψῆφος, ψήφος αθωωτική ή καταδικαστική, σε Λυσ., Δημ.· τὴν ψῆφον ἐπάγειν, προτείνω ψηφοφορία, λέγεται για τον προεδρεύοντα, όπως το ἐπιψηφίζειν, σε Θουκ. β) αυτό που αποφασίζεται με ψηφοφορία, ψῆφος καταγνώσεως, καταδικαστική απόφαση, σε Θουκ.· ψῆφος περὶ φυγῆς, ψήφος για εξορία, σε Ξεν. γ) κάθε είδους απόφαση ή δόγμα, π.χ. ενός βασιλιά ή μονάρχη, σε Σοφ.· λιθίνα ψᾶφος, δόγμα γραμμένο πάνω σε πέτρα, σε Πίνδ.· διδοῖ ψᾶφον παρ' αὐτᾶς, (η δρυς) δίνει ψήφο, βγάζει δικαστική απόφαση γι' αυτήν την ίδια, στον ίδ.· δ) ψῆφος Ἀθηνᾶς, Calculus Minervae, παροιμ. φράση που χρησιμοποιούνταν για να δηλώσει αθώωση· η ψηφοφορία δια ψήφου (ψῆφος) πρέπει να διακρίνεται από την ψηφοφορία δια κυάμου, κλήρου· ο πρώτος τύπος ψυφοφορίας χρησιμοποιούνταν στις δικαστικές δοκιμασίες (στα δικαστήρια), ενώ ο δεύτερος στην εκλογή αρχών· 4. το μέρος όπου γίνεται η ψηφοφορία (όπως το πεσσοί, δηλώνει το μέρος όπου παιζόταν το ομώνυμο παιχνίδι), σε Ευρ.