Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φύω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φύω, παρατ. ἔφυον, Επικ. γʹ ενικ. φύεν, μέλ. φύσω [ῡ], αόρ. αʹ ἔφῡσαΜέσ., μέλ. φύσομαι, αμτβ. Ενεργ. χρόνοι, παρακ. πέφῡκα, Επικ. γʹ πληθ. πεφύᾱσι, Επικ. μτχ. θηλ. πεφυυῖα, αιτ. πληθ. πεφυῶτας, υπερσ. ἐπεφύκειν, Επικ. πεφύκειν, Επικ. γʹ πληθ. ἐπέφῡκον, αόρ. βʹ ἔφυν (όπως από φῡμι), Επικ. γʹ ενικ. φῦ, γʹ πληθ. ἔφυν (αντί ἔφῡσαν, που είναι επίσης γʹ πληθ. του αορ. αʹ), γʹ ενικ. ευκτ. φύη ή φυίη, απαρ. φῦναι, Επικ. φύμεναι, μτχ. φύς. Έπειτα έχουμε Παθ. αόρ. βʹ ἐφύην, υποτ. φυῶ, -ῇ, -ῶσι.
Α. I. 1.
Μτβ., σε Ενεργ. ενεστ., μέλ. και αόρ. αʹ, βγάζω, παράγω, κάνω να φυτρώσει, κ.λπ., σε Όμηρ. κ.λπ.· ομοίως, τρίχας ἔφυσεν, έκανε τα μαλλιά να μεγαλώσουν, σε Ομήρ. Οδ.· λέγεται για χώρα, φύειν καρπόν τε καὶ ἄνδρας, σε Ηρόδ. 2. λέγεται για ανθρώπους, γεννώ, παράγω, δημιουργώ, Λατ. procreare, σε Ευρ. κ.λπ.· ὁ φύσας, ο δημιουργός, πατέρας (αντίθ. προς ὁ φύς, ο γιος, βλ. κατωτ. Β. I. 2), σε Σοφ.· λέγεται και για τους δύο γονείς, οἱ φύσαντες, σε Ευρ.· μεταφ., ἥδ' ἡμέρα φύσει σε, θα έρθεις στο φως με τη γέννηση, σε Σοφ.· χρόνος φύειἄδηλα, στον ίδ. 3. λέγεται για ανθρώπους σε σχέση με την ανάπτυξη του σώματός τους, φύω πώγωνα, μεγαλώνω ή βγάζω γένια, σε Ηρόδ.· φύω πτερά, σε Αριστοφ.· απ' όπου, το αστείο φύειν φράτερας, βλ. φράτηρ. 4. μεταφ., φρένας φύειν, αποκτώ μυαλό, σε Σοφ.· δόξαν φύειν, αποκτώ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μου, σε Ηρόδ. II. απόλ., βγάζω βλαστάρια, ἀνδρῶν γενεὴ ἡ μὲν φύει ἡ δ' ἀπολήγει, μια γενιά παράγει βλαστούς, η άλλη παύει να το κάνει, σε Ομήρ. Ιλ.· δρύες φύοντι, σε Θεόκρ. Β. I. 1. Παθ. με αμτβ. Ενεργ. χρόνους, βλ. αόρ. βʹ, παρακ. και υπερσ., αναπτύσσομαι, φύω, φυτρώνω, μεγαλώνω, σε Ομήρ. Οδ.· φύεται αὐτόματα ῥόδα, σε Ηρόδ.· ομοίως, τοῦ κέρα ἐκ κεφαλῆς ἑκκαιδεκάδωρα πεφύκει, από το κεφάλι του είχαν φυτρώσει κέρατα μήκους δεκαέξι παλαμῶν, σε Ομήρ. Ιλ., Πλάτ.· τῶν φύντων αἴτιος, ο αίτιος, ο δημιουργός των πραγμάτων που φύτρωσαν, σε Δημ. 2. λέγεται για ανθρώπους, γίνομαι ή γεννιέμαι, κυρίως συχνό σε αόρ. βʹ και παρακ. ὁ λωφήσων οὐ πέφυκέ πω, θα καταργήσει αυτό που δεν γεννήθηκε ακόμα, σε Αισχύλ.· μὴ φῦναι νικᾷ, φαίνεται καλύτερο να μην έχει γεννηθεί κανείς, σε Σοφ. κ.λπ. II. 1. ο παρακ. και μερικές φορές ο αόρ. βʹ έχουν σημασία ενεστ., είμαι από τη φύση μου τέτοιος ή τέτοιος, πέφυκε κακός, σοφός, σε Τραγ. κ.λπ.· ομοίως, οἱ καλῶς πεφυκότες, σε Σοφ.· έπειτα, απλά είμαι τέτοιος ή τέτοιος, ἔφυς μήτηρ θεοῦ, σε Αισχύλ.· ἁπλοῦς ὁ μῦθος τῆς ἀληθείας ἔφυ, σε Ευρ. 2. με απαρ., είμαι από τη φύση κατάλληλος, ικανός να πράξω έτσι και έτσι, ἔφυνπράσσειν, σε Σοφ.· φύσει μὴ πεφυκότα τοιαῦτα φωνεῖν, δεν είναι προικισμένα από τη φύση ώστε να μιλούν, στον ίδ.· πεφύκασι ἁμαρτάνειν, σε Θουκ. 3. με πρόθ., φῦναι ἐπὶ δακρύοις, είμαι από τη φύση μου επιρρεπής στα δάκρυα, σε Ευρ.· πεφυκὼς πρὸς ἀρετήν, σε Ξεν. 4. με δοτ., τυχαίνω σε κάποιον από τη φύση, είμαι ο φυσικός κλήρος κάποιου, με απαρ., είναι φυσικό να κάνω, σε Αριστ.· απόλ., ὡς πέφυκε, όπως είναι φυσικό, σε Ξεν.