Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "φέρω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
φέρω, I. η ρίζα χρησιμ. μόνο σε ενεστ. και παρατ.· Επικ. βʹ πληθ. προστ. φέρτε, γʹ ενικ. υποτ. φέρῃσι, απαρ. φερέμεν· παρατ. φέρον, Ιων. φέρεσκον. II. από √ΟΙ προέρχεται ο μέλ. οἴσω, Δωρ. οἰσῶ, αʹ πληθ. οἰσεῦμες· Επικ. προστ. οἶσε, οἰσέτω· Επικ. απαρ. οἰσέμεν, οἰσέμεναι· Μέσ. μέλ. οἴσομαι (επίσης χρησιμ. με Παθ. σημασία), Παθ. οἰσθήσομαι. III. από √ΕΝΕΚ ή ΕΝΕΓΚ προέρχεται ο αόρ. αʹ ἤνεγκα, Ιων. ἤνεικα, Επικ. ἔνεικα και αόρ. βʹ ἤνεγκον, σε πληθ. πάντα ἠνέγκαμεν, -ατε, -αν, προστ. ἔνεγκε, ἐνεγκάτω, ευκτ. ἐνέγκαιμι και -οιμι· απαρ. ἐνεγκεῖν, Επικ. -έμεν· μτχ. ἐνεγκών, αργότερα ἐνέγκας — σε Μέσ., ο αόρ. αʹ είναι ο μόνος που χρησιμοποιείται· από την ίδια ρίζα προέρχεται παρακ. ἐνήνοχα, Παθ. αόρ. αʹ ἠνέχθην, Ιων. ἠνείχθην, παρακ. ἐνήνεγμαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἐνήνεκτο.
Α. I.
Ριζική σημασία, φέρω, Λατ. fero· φέρω ή σηκώνω ένα φορτίο, σε Όμηρ., Αττ.· λέγεται για γυναίκα με παιδί, σε Αισχύλ., Σοφ. II. φέρω, κινώ πέρα-δώθε, υποδηλώνοντας κίνηση, πόδες φέρων, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για άλογα, ἅρμα φέρειν, στο ίδ.· λέγεται για τον άνεμο, σε Όμηρ.· ὁΒορέας εἰς τὴν Ἑλλάδα φέρει, είναι ευνοϊκός για την Ελλάδα, σε Ξεν. III. ανέχομαι, πάσχω, υποφέρω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· χρησιμοποιείται για το κρασί, τὰ τρία φέρων, επιδέχεται τρία ποτήρια νερό, αντί του ἴσοντῷ ἴσῳ, σε Αριστοφ.· συχνά με επίρρ. βαρέως, δεινῶς, χαλεπῶς φέρειν τι, όπως Λατ. aegre, graviter ferre, υποφέρω χωρίς υπομονή, θεωρώ κάτι δύσκολο ή βαρύ, αντίθ. προς κούφως, ῥᾳδίως φέρειν, Λατ. leviter ferre, ανέχομαι υπομονετικά, θεωρώ κάτι εύκολο, σε Ηρόδ., Αττ.· τέτοιες φράσεις συνοδεύονται κυρίως με αιτ. πράγμ.· μερικές φορές με δοτ. μόνο, βαρέως φέρειν τοῖςπαροῦσι, σε Ξεν. IV. 1. φέρνω, προσκομίζω, σε Όμηρ., Αττ.Μέσ., φέρνω μαζί μου ή για δική μου χρήση, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ. 2. φέρνω, προσφέρω, χαρίζω δώρο, δῶρα, στο ίδ.· χάριν τινὶ φέρω, ευχαριστώ κάποιον με μια χάρη, κάνω μια ευγενική κίνηση, σε Όμηρ., Αττ. 3. φέρνω, παράγω, δημιουργώ, προκαλώ, σε Όμηρ.· φέρω κακὸν ποίημα, ἄλγεα, φέρνω κακή είδηση, στον ίδ.· παράγω, φέρνω μπροστά, επιφέρω, σε Δημ. 4. φέρνω μια είδηση, λέω, ανακοινώνω, σε Αισχύλ. κ.λπ.· ομοίως σε Μέσ., λόγους φέρω, σε Ευρ., αλλά επίσης, ἔπος φέρεσθαι, έχω πάρει μια είδηση, λαμβάνω, στον ίδ. 5. πληρώνω κάποιο χρέος ή οφειλή, φόρον φέρειν, πληρώνω φόρο ή φορολογία, σε Θουκ.· μισθὸν φέρω, σε Ξεν. (Αλλά επίσης λαμβάνω πληρωμή, σε Αριστοφ., Θουκ.)· λέγεται για περιουσία, φέρνω ως εισόδημα, παρέχω εισόδημα ως ενοίκιο, σε Ισαίο. 6. ψῆφον φέρω, δίνω σε κάποιον ψήφο, Λατ. ferre suffragium, σε Αισχύλ.· ψῆφος καθ' ἡμῶν οἴσεται (ως Παθ.), σε Ευρ.· απ' όπου, φέρειν τινά, διορίζω σε αξίωμα, σε Δημ.V. φέρω, δημιουργώ, παράγω, λέγεται για τη γη ή για δέντρα, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., φέρω, φέρω καρπούς, καρποφορώ, σε Ηρόδ. VI.1. μεταφέρω μακριά, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για θυελλώδεις ανέμους, σε Ομήρ. Οδ.· χρησιμοποιείται για ποταμό, σε Ηρόδ.Μέσ., λαμβάνω, σε Ομήρ. Οδ., Ξεν. κ.λπ. 2. λαμβάνω ως λεία ή λάφυρο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· συχνά στη φράση φέρειν καὶ ἄγειν, βλ. ἄγωφέρειν μόνο του, κλέβω, αρπάζω, θεῶν ἱερά, σε Ευρ.· ἀλλήλους, σε Θουκ.Μέσ. με την ίδια σημασία, σε Όμηρ. 3. αποδοκιμάζω, κερδίζω με μόχθο, αποκτώ, κατορθώνω, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· μισθὸν φέρειν (βλ. ανωτ. IV. 5)· ομοίως σε Μέσ., κερδίζω για τον εαυτό μου, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· μεταφ., τὰ πρῶτα, τὰ δεύτερα φέρεσθαι, κερδίζω και κατέχω τον πρώτο, το δεύτερο βαθμό, σε Ηρόδ.· πλέον ή πλεῖον φέρεσθαι, κερδίζω πλεονεκτήματα περισσότερα από κάθε άλλο, τινος, στον ίδ. κ.λπ.· Μέσ., χρησιμοποιείται για κάτι το οποίο το παίρνει κάποιος για δική του χρήση, ιδίως το παίρνει στο σπίτι, σε Ηρόδ. VII. 1. απόλ., λέγεται για δρόμους, οδηγώ σε ένα μέρος, ἡ ὁδὸς φέρει εἰς..., όπως Λατ. via fert ή ducit ad..., σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ. 2. λέγεται για διαμέρισμα της χώρας, απλώνομαι, εκτείνομαι σε ή μπροστά, όπως Λατ. vergre ή spectare ad..., φέρειν ἐπὶ ή ἐς θάλασσαν, σε Ηρόδ. κ.λπ. 3. α) μεταφ., οδηγώ σε, συντελώ προς κάτι, ἐς αἰσχύνην φέρει, σε Ηρόδ. κ.λπ.· ἐς βλάβην φέρον, σε Σοφ. β) στοχεύω σε κάποιο πράγμα, αποβλέπω, αναφέρομαι σε κάτι, εἴς ή πρός τι, σε Ηρόδ., Πλάτ.· ομοίως, τοῦ δήμου φέρει γνώμη, ὡς..., η γνώμη του λαού έκλινε σε αυτό..., ότι..., σε Ηρόδ.· τῶν ἡ γνώμη ἔφερε συμβάλλειν, η γνώμη τους έκλινε προς τη μάχη, στον ίδ. γ) απρόσ., σχεδόν όπως συμφέρει, τείνει (στο ενδιαφέρον κάποιου), συμβάλλει, φέρει σοι ταῦτα ποιεῖν; σε Ηρόδ. δ) αμτβ. Βλ. Β. I. 2. VIII. έχω στο στόμα, δηλ. μιλάω πολύ για κάτι, σε Αισχίν.Παθ., εὖ πονηρῶς φέρεσθαι, μιλώ καλά ή άσχημα για κάτι, σε Ξεν.· επίσης απόλ., φέρεται, όπως Λατ. fertur (η αναφορά), μιλά σχετικά, δηλ. λέει, τοιόνδε φέρεται πρῆγμα, γίνεσθαι, σε Ηρόδ. IX. 1. προστ. φέρε όπως ἄγε, χρησιμοποιείται ως επίρρ. έλα, τώρα, καλώς, φέρ'εἰπὲ δή μοι, σε Σοφ.· ομοίως, πριν από αʹ ενικ. ή πληθ. υποτ. χρησιμ. προστακτικά, φέρε ἀκούσω, σε Ηρόδ.· φέρε δὴ ἴδωμεν, φέρε δὴ σκεψώμεθα, σε Πλάτ. 2. πριν από ερώτηση, φέρε τροπαῖα πῶς ἀναστήσεις; καλώς, πως όμως θα στήσεις τα τρόπαια; σε Ευρ. X. μτχ. ουδ. τὸ φέρον, ως ουσ. μοίρα, τύχη, τὸ φέρον ἐκ θεοῦ φέρειν χρή, πρέπει να υπομένουμε ό,τι σου δίνουν τα ουράνια ως αμοιβή, σε Σοφ. Β. Παθ., χρησιμ. με τις περισσότερες ανωτέρω σημασίες, ιδίως I. 1. φέρομαι πέρα-δώθε από κύματα ή ανέμους, παρασύρομαι μακριά, σε Ομήρ. Οδ.· ἧκε φέρεσθαι, τον άφησε να πετάξει, σε Ομήρ. Ιλ.· ἧκα πόδας καὶ χεῖρε φέρεσθαι, άφησα τα χέρια και τα πόδια μου ελεύθερα, τα άφησα να κινούνται ελεύθερα (στο πήδημα), σε Ομήρ. Οδ. 2. συχνά ως μτχ. με ρήμα κινήσεως, φερόμενοι ἐσέπιπτον, έπεσαν πάνω σε αυτούς με βιασύνη, σε Ηρόδ.· ᾠχόμην φερόμενος, σε Πλάτ.· ομοίως, με Ενεργ. μτχ. χρησιμ. αμτβ., φέρουσα ἐνέβαλε νηί, έπεσε με φόρα πάνω στο πλοίο και το χτύπησε, σε Ηρόδ.· φέρων, εσπευσμένα, βιαστικά, σε Αισχίν. II. λέγεται για ανεξάρτητη κίνηση, ἰθὺς φέρεται, σε Ομήρ. Ιλ.· ὁμόσε τινὶ φέρεσθαι, έρχομαι στα χέρια με κάποιον, σε Ξεν. κ.λπ. III. μεταφ., εὖ, κακῶς φέρεσθαι, αποβαίνω καλώς ή κακώς, επιτυγχάνω ή αποτυγχάνω, νόμοι οὐ καλῶς φέρονται, σε Σοφ.· τὰ πράγματα κακῶς φέρεται, σε Ξεν.· ἐᾶν ταῦτα φέρεσθαι, αφήνω αυτά τα πράγματα να πάρουν το δρόμο τους, σε Δημ.· χρησιμοποιείται για ανθρώπους, εὖ φερόμενος ἐν στρατηγίαις, είναι επιτυχημένος στις εκστρατείες που κάνει, σε Θουκ.