Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "τηλῐκόσδε"

Βρέθηκε 1 λήμμα
τηλῐκόσδε, -ήδε, -όνδε και τηλικοῦτος, -αύτη, -οῦτον (επίσης τηλικοῦτος ως θηλ.), επιτετ. τύποι του τηλίκος (όπως τα ὅδε, οὗτος είναι επιτετ. τύποι του I. λέγεται για πρόσωπα, τέτοιος που έχει τέτοια ηλικία, τέτοιας ηλικίας, τηλικόσδ' ὤν, σε Σοφ. κ.λπ.· ηλικιωμένος όπως εγώ, σε Ευρ.· νοῦς τηλικοῦτος, νους ανθρώπου τόσο ηλικιωμένου όσο είναι αυτός, σε Σοφ.· λέγεται για πρόσωπα πολύ νέα στην ηλικία, τηλικάσδ' ὁρῶν πάντων ἐρήμους, κορίτσια τόσο μικρά στην ηλικία, στον ίδ. κ.λπ.· επαναλαμβανόμενο με τις αντίθετες έννοιες, οἱ τηλικοίδε καὶ διδαξόμεσθα δὴ φρονεῖν ὑπ' ἀνδρὸς τηλικοῦδε, εμείς που είμαστε τόσο γέροντες θα διδαχθοῦμε από άνδρα τόσο νέο, στον ίδ. II. λέγεται για πράγματα, τόσο μεγάλα, τόσο σπουδαία, Λατ. tantus, σε Πλάτ. κ.λπ.