Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συν-αιρέω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-αιρέω, μέλ. -ήσω, βʹ μέλ. συνελῶ, αόρ. βʹ συνεῖλον, Επικ. σύνελον· I. 1. γραπώνω ή αρπάζω μαζί, σε Ομήρ. Οδ., Θουκ. 2. οδηγώ στο ίδιο σημείο, περιορίζω, συμπυκνώνω, συντομεύω, συνοψίζω· στην ομιλία, ξυνελὼν λέγω, σε Θουκ.· ὡς συνελόντι εἰπεῖν, σε Ξεν.· ομοίως συνελόντι μόνο, σε Δημ. II. 1. οδηγώ μακριά, παρασύρω, συνθλίβω, κονιορτοποιώ, ὀφρῦς σύνελεν λίθος, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφ., τελειώνω, τερματίζω, οδηγώ στο τέλος, τελειώνω, τὸν πόλεμον, σε Πλούτ.Παθ., σε Θουκ. 2. προσπαθώ από κοινού να πάρω ή να κατακτήσω, σε Ηρόδ., Θουκ.