Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "συν-έχω"

Βρέθηκε 1 λήμμα
συν-έχω, μέλ. -ξω, αόρ. βʹ συνέσχονΜέσ., μέλ. με Παθ. σημασία -σχήσομαι, σε Δημ.· I. 1. κρατώ μαζί, συγκρατώ, συσφίγγω, σε Ομήρ. Ιλ.· περικλείω, περιβάλλω, περιέχω, περιζώνω, περικυκλώνω, σε Ησίοδ., Πλάτ. 2. κρατώ μαζί κάποιους ενωμένους, εμποδίζω τον διασκορπισμό τους, λέγεται για στρατιώτες, σε Ξεν., Δημ.· συνεπώς, συνέχω πάλιν, συγκρατώ την πόλη ενωμένη, εμποδίζω τη διάσπαση και την καταστροφή της, σε Ευρ.· καὶ θεοὺς καὶ ἀνθρώπους ἡ κοινωνία ξυνέχει, σε Πλάτ.· συνέχω τὴν πολιτείαν, σε Δημ.· ομοίως, ξυνέχω τὴν εἰρεσίαν, κρατώ ενωμένους τους κωπηλάτες, τους κάνω να κωπηλατούν ρυθμικά, σε Θουκ. 3. εξαναγκάζω, ασκώ πίεση ή βία σε κάποιον για κάτι, σε Κ.Δ. 4. συμπιέζω, συνθλίβω, καταθλίβω, καταπιέζω, στο ίδ.Παθ., υφίσταμαι καταναγκασμό, στενοχωρούμαι, καταπιέζομαι, θλίβομαι, σε Ηρόδ., Αττ. II. αμτβ., συνέρχομαι, συνενώνομαι, εἰς ἕν, σε Αριστ.