Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρᾶγμα"

Βρέθηκαν 8 λήμματα [1 - 8]
πρᾶγμα, Ιων. πρῆγμα, τό (πράσσω), I. 1. αυτό που έχει ήδη συντελεστεί, έργο, πράξη, Λατ. facinus, σε Ηρόδ., Αττ.· τῶν πραγμάτων πλέον, περισσότερο από τα πράγματα, σε Ευρ.· τὸ σὸν τί ἐστι τὸ πρᾶγμα; ποιο είναι το έργο της ζωής σου; σε Πλάτ.· γυναίου πράγματος ποιεῖν, κάνω γυναικείες δουλειές, σε Δημ. II. 1. όπως Λατ. res, πράγμα, υπόθεση, εργασία, σε Ηρόδ., Αττ.· σφίσι τε καὶ Ἀθηναίοις εἶναι οὐδὲν πρᾶγμα, δεν είχαν τίποτα κοινό, σε Ηρόδ. 2. οτιδήποτε απαραίτητο ή συμφέρον, πρῆγμά ἐστι, με απαρ., είναι απαραίτητο, συμφέρον να γίνει, είναι καθήκον μου ή υποχρέωσή μου να κάνω, όπως Λατ. opus est, σε Ηρόδ. 3. πράγμα που έχει σημασία ή σπουδαιότητα, πρᾶγμα ποιεῖσθαί τι, στον ίδ.· λέγεται για πρόσωπο, ἦν μέγιστον πρᾶγμα Δημοκήδης παρὰ βασιλέϊ, απολάμβανε μεγάλες τιμές από τον βασιλιά, στον ίδ.· ἄμαχον πρᾶγμα, λέγεται για γυναίκα, σε Ξεν.· ἀσταθμητότατον πρᾶγμα ὁ δῆμος, σε Δημ. 4. λέγεται για μάχη, όπως λέμε πράξη, δράση, ενασχόληση, σε Ξεν. 5. ευφημ., λέγεται για κάτι κακό ή αισχρό, πράγμα, ασχολία, σε Θουκ.· Εὐρυβάτου πρᾶγμα, οὐ πόλεως ἔργον, η δουλειά του, σε Δημ. III. στον πληθ. πράγματα, 1. περιστάσεις, υποθέσεις, σε Ηρόδ., Αττ.· τοῖς πράγμασιν τέθνηκα τοῖς δ' ἔργοισι δ' οὔ, από τις περιστάσεις, όχι από τα έργα, σε Ευρ.· ἀπηλλάχθαι πραγμάτων, είμαι απαλλαγμένος από τις υποχρεώσεις της ζωής, σε Πλάτ.· ἀποτυγχάνειν τῶν πραγμάτων, αστοχώ στην επιτυχία, σε Ξεν. 2. οι υποθέσεις της πόλης, σε Ευρ. κ.λπ.· τὰ πολιτικὰ πράγματα, σε Πλάτ.· επίσης, τὰ Περσικὰ πράγματα, η περσική δύναμη, σε Ηρόδ.· ἐν ταῖς ναυσὶ τῶν Ἑλλήνων τὰ πράγματα ἐγένετο, σε Θουκ.· καταλαμβάνειν τὰ πράγματα, καταλαμβάνω τη διακυβέρνηση, Λατ. rerum potiri, στον ίδ.· ἔχειν, κατέχειν τὰ πράγματα, στον ίδ.· οἱ ἐν τοῖς πράγμασι, όπως οἱ ἐν τέλει, αυτοί που είναι στην εξουσία ή τελούν σε αξίωμα, άρχοντες, στον ίδ.· οἱ ἐπὶ τοῖς πράγμασι ὄντες, οἱ ἐπὶ τῶν πραγμάτων, σε Δημ.· νεώτερα πράγματα, καινοτομίες, Λατ. res novae, σε Οράτ. 3. ιδιωτικές υποθέσεις ή περιστάσεις του ανθρώπου, σε Ηρόδ., Αττ. 4. με αρνητική σημασία, ενοχλητική εργασία, ενόχληση, δυσφορία, σε Αριστοφ.· πράγματα ἔχειν, με μτχ., έχω ενοχλήσεις ως προς κάποιο πράγμα, σε Ηρόδ.· πράγματα παρέχειν τινί, προκαλώ σε κάποιον ενόχληση, στον ίδ.· με απαρ., προκαλώ κάποιον να κάνει, τον υποκινώ να ενεργήσει, σε Πλάτ.
πραγμᾰτεία, I. προσεκτική εκπόνηση, διεκπεραίωση μιας ασχολίας, επιμελής ενασχόληση, επίπονη εργασία, σε Πλάτ., Δημ. κ.λπ. II. ενασχόληση, επιχείρηση, σε Πλάτ., Αισχίν.· στον πληθ., υποθέσεις, γενικά, συναλλαγές, σε Πλάτ. κ.λπ. III. διαπραγμάτευση, χειρισμός μιας υπόθεσης, στον ίδ.· πραγματεία, διατριβή, σε Αριστ.· ιστορικό έργο, συστηματική ιστορία, σε Πολύβ., Λουκ.
πραγμᾰτεύομαι (πρᾶγμα), Ιων. πρηγμ-, αόρ. αʹ ἐπραγματευσάμην και ἐπραγματεύθην, παρακ. πεπραγμάτευμαι· αποθ.· I. 1. ασχολούμαι ή φροντίζω κάποιον, καταβάλλω κόπο, σε Ηρόδ., Ξεν., Πλάτ. 2. ασχολούμαι με κάποια εργασία, καταναλώνω τον χρόνο μου σε εργασία, σε Ξεν. κ.λπ. II. 1. με αιτ. πράγμ., καταγίνομαι με κάτι, ασχολούμαι με μόχθο και κούραση, επιχειρώ, σε Πλάτ.· λέγεται για συγγραφείς, επεξεργάζομαι μια εργασία, σε Αριστοφ., Πλάτ. 2. λέγεται για τους ιστορικούς συγγραφείς, επεξεργάζομαι συστηματικώς, σε Πολύβ.· οἱ πραγματευόμενοι, οι συστηματικοί ιστοριογράφοι, στον ίδ. III. παρακ. πεπραγμάτευμαι, επίσης με Παθ. σημασία, τυγχάνω επίπονης εργασίας και απασχόλησης, σε Πλάτ., Αισχίν.
πραγματευτέος, , -ον, ρημ. επίθ., αυτός που πρέπει να τύχει διαπραγμάτευσης, ενασχόλησης, σε Αριστ.
πραγμᾰτικός, , -όν (πρᾶγμα), I. 1. κατάλληλος για ασχολία, ενεργητικός, δραστήριος, οἱ πραγματικοί, οι άνθρωποι της δράσης, σε Πολύβ. 2. στους Ρωμαίους συγγραφείς, pragmaticus ήταν ένα είδος πληρεξούσιου δικηγόρου, σε Κικ. II. λέγεται για την ιστορία, συστηματικός, σε Πολύβ.· λέγεται για ομιλία, διαγωγή κ.λπ.· ικανός, φρόνιμος, στον ίδ.· επίρρ. -κῶς, στον ίδ.
πραγμάτιον, τό, υποκορ. του πράγματος, μηδαμινή υπόθεση, μικρή και ασήμαντη δίκη, σε Αριστοφ.
πραγμᾰτο-δίφης[ῑ], -ου, (διφάω), αυτός που κυνηγά, επιδιώκει να αποκτήσει δίκες, δικολάβος, σε Αριστοφ.
πραγμᾰτ-ώδης, -ες (εἶδος), κοπιώδης, ενοχλητικός· επίρρ. -δως, συγκρ. -έστερον, σε Δημ.