Γραφικό

LIDDELL & SCOTT
Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας

(Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος 2007)

Αποτελέσματα για: "πρόσω"

Βρέθηκαν 17 λήμματα [1 - 17]
πρόσω, ποιητ. πρόσσω· Δωρ. και αρχ. Αττ. πόρσω· μεταγεν. Αττ. πόρρω· ομαλ. συγκρ. και υπερθ. προσωτέρω, προσωτάτω, βλ. προσωτέρω· ποιητ. πόρσιον, πόρσιστα, σε Πίνδ. (πρό) ·
Α. απόλ.: I. λέγεται για τόπο, προς τα εμπρός, περαιτέρω, εις το εξής, σε Όμηρ. κ.λπ.· μὴ πόρσω φωνεῖν, μη μιλάς περισσότερο, στον ίδ.· μηκέτι πάπταινε πόρσιον, σε Πίνδ.· επίσης με άρθρο, πορεύεσθαι αἰεὶ τὸ πρόσω, σε Ηρόδ.· ἰέναι τοῦ πρόσω, σε Ξεν. II. 1. λέγεται για απόσταση, μακριά από, πολύ μακριά, σε μεγάλη απόσταση, σε Πίνδ.· ἐγγύς, οὐ πρόσω βεβηκώς, σε Ευρ. 2. πάρα πολύ μακριά, σε Πλάτ. III. λέγεται για χρόνο, μπροστά, στο μέλλον, πρόσσω καὶ ὀπίσσω, βλ. ὀπίσω· στο εξής, από εδώ κι εμπρός, σε Αισχύλ.· ὡςπόρσιστα, όσο είναι δυνατόν αργά, σε Πίνδ.· ἤδη πόρρω τῆς ἡμέρας οὔσης, αργά κατά πολύ, σε Αισχίν.Β. με γεν.: I. 1. λέγεται για τόπο, πέραν, πρόσωτοῦ ποταμοῦ, σε Ξεν.· μεταφ., πρόσω ἀρετῆς ἀνήκειν, σε μεγάλο βαθμό αρετής, σε Ηρόδ.· πόρρω τῆς μοχθηρίας, σε μεγάλο βαθμό κακίας, σε Ξεν. κ.λπ.· επίσης με άρθρο, προβήσομαι ἐς τὸ πρόσω τοῦ λόγου, σε Ηρόδ.· ἐς τὸ πρόσω μεγάθεος τιμᾶσθαι, τιμώμαι σε μεγάλο βαθμό λαμπρότητας, δηλ. εξαιρετικά, στον ίδ. II. λέγεται για απόσταση, μακριά, σε απόσταση, οὐ πρόσω τοῦ Ἑλλησπόντου, στον ίδ.· μεταφ., πρόσω δικαίων, σε Αισχύλ.· πόρρω εἶναι τοῦ οἴεσθαι, σε Πλάτ.· επίσης ακολουθ. από πρόθ. ἀπό, πρόσω ἀπὸ τῶν φορτίων, σε Ηρόδ.· ἀπὸ τοῦ τείχους, σε Ξεν. III. λέγεται για χρόνο, πρόσω τῆς νυκτός, αργά τη νύχτα, σε Ηρόδ., Πλάτ.· μέχρι τῆς ἡμέρας, σε Ξεν.
προσῳδία, (ᾠδή), I. τραγούδι που άδεται με μουσική από όργανα. II. τόνος ή προφορά συλλαβής, σε Πλάτ.
προσ-ῳδός, -όν (ᾠδή), αυτός που βρίσκεται σε αρμονία, μελωδικός, αρμονικός, σε Ευρ.· με δοτ., προσῳδὸς ἡ τύχη τὠμῷ πάθει, στον ίδ.
πρόσωθεν, Αττ. πόρρωθεν, Επικ. πρόσσοθεν, επίρρ. (πρόσωI. από μακριά, σε Ομήρ. Ιλ., Τραγ. κ.λπ.· συγκρ. πορρωτέρωθεν, από μακρινό σημείο, σε Ισοκρ. II. λέγεται για χρόνο, από πολύ καιρό, σε Ευρ., Πλάτ. κ.λπ.
προσ-ωνέομαι, αποθ., αγοράζω επιπλέον, σε Ξεν., Δημ.
προσ-ωνῠμία, (ὄνομα), επωνυμία, σε Πλούτ.
προσώπατα, τά, αρχ. Επικ. πληθ. της λέξης πρόσωπον.
προσωπεῖον, τό (πρόσωπον), προσωπίδα, μάσκα, σε Λουκ.
προσωποληπτέω, μεροληπτώ, κάνω διακρίσεις, σε Κ.Δ.
προσωπο-λήπτης, -ου, (λαμβάνω), αυτός που χαρίζεται στους ανθρώπους, μεροληπτικός, σε Κ.Δ.
προσωποληψία, , μεροληψία, σε Κ.Δ.
πρόσ-ωπον, τό, πληθ. πρόσωπα, Επικ. προσώπατα, δοτ. προσώπασι (ὤψI. πρόσωπο, όψη, παρουσιαστικό, κυρίως στον πληθ., ακόμη και για έναν μόνο άνθρωπο, σε Όμηρ., Σοφ. κ.λπ.· βλέπειν τινὰ εἰς πρόσωπον, σε Ευρ.· ἐς πρόσωπόν τινος ἀφικέσθαι, έρχομαι ενώπιον του, στον ίδ.· κατὰ πρόσωπον, μπροστά, με το πρόσωπο στραμμένο ενώπιον, αυτοπροσώπως, σε Θουκ. κ.λπ.· ἡ κατὰ πρόσωπον ἔντευξις, πρόσωπο με πρόσωπο, «τετ-α-τετ», σε Πλούτ.· επίσης, πρὸς τὸ πρόσωπον, σε Ξεν.· λαμβάνειν πρόσωπόν τινος = προσωποληπτεῖν τινα, σε Κ.Δ.· μεταφ., ἀρχομένου πρόσωπον ἔργου, σε Πίνδ. II. εμφάνιση κάποιου, όψη, φυσιογνωμία, Λατ. vultus instantis tyranni, σε Σοφ. III. 1. = προσωπεῖον, προσωπίδα, μάσκα, σε Δημ., Αριστ. 2. εξωτερική εμφάνιση, ομορφιά, σε Πίνδ. IV.πρόσωπο, άνθρωπος, σε Κ.Δ. κ.λπ.· προσώπῳ, σε προσωπική παρουσία, στο ίδ.
προσωτέρω, Αττ. πορρωτέρω, συγκρ. του πρόσω· I. 1. περαιτέρω, πιο πέρα, σε Ηρόδ.· με γεν., περαιτέρω από, στον ίδ.· πορρωτέρω τοῦ καιροῦ, σε Ξεν.· επίσης με άρθρο, τὸ προσωτέρω, σε Ηρόδ. 2. μακριά από, τῶν πυλῶν, σε Πλούτ. II. 1. υπερθ. προσωτάτω, Αττ. πορρωτάτω, πολύ μακριά, σε Ξεν.· τὰ προσωτάτω, τα πιο απομακρυσμένα μέρη, σε Ηρόδ.· επίσης, προσώτατα, στον ίδ.· ὡς προσωτάτω, όσο το δυνατόν πιο μακριά, σε Σοφ. 2. με γεν., πολύ πιο πέρα από, σε Πλάτ.
προσ-ωφελέω, μέλ. -ήσω, βοηθώ ή επικουρώ επιπλέον, συνεισφέρω βοήθεια, τινά, σε Ηρόδ., Ευρ.· επίσης με δοτ., όπως ἐπωφελέω, σε Ηρόδ., Ευρ.
προσωφέλημα, τό, βοήθεια ή αρωγή σε κάτι, με γεν., σε Ευρ.
προσωφέλησις, , βοήθεια, αρωγή, όφελος, σε Σοφ.
προσωφελητέον, ρημ. επίθ., πρέπει κάποιος να βοηθήσει, σε Ξεν.